-
1 Πυγμαίοι
-
2 Πυγμαῖοι
-
3 Πυγμαιοι
οἱ пигмеи (баснословное карликовое племя на берегу Океана, по по друг. - в Эфиопии, ведшее постоянную борьбу с журавлями) Hom., Arst. -
4 πυγμαίοι
-
5 πυγμαῖοι
-
6 Πυγμαῖοι
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Πυγμαῖοι
-
7 Pygmaei
Pygmaeī, ōrum, m. (Πυγμαιοι v. πυγμή, die Faust), die Pygmäen, gleichs. die Fäustlinge, die Däumlinge, das fabelhafte Zwergvolk des Altertums, bes. in Äthiopien, das in dem Kampfe mit den Kranichen unterlag, Plin. 4, 44; 5, 108; 6, 188. Mela 3, 8, 8 (3. § 81). Gell. 9, 4, 10. – Dav. Pygmaeus, a, um, pygmäisch, quae Pygmaeo sanguine gaudet avis, der Kranich, Ov.: mater, die Pygmäe Önoë, Ov.: virgo, eine Zwergin, Iuven. 6, 504.
-
8 Πυγμαίοις
Πυγμαί̱οις, Πυγμαῖοιmasc dat plΠυγμαί̱οις, Πυγμαῖοςa: masc dat pl -
9 Πυγμαίοισι
Πυγμαί̱οισι, Πυγμαῖοιmasc dat pl (epic ionic aeolic)Πυγμαί̱οισι, Πυγμαῖοςa: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
10 Πυγμαίοισιν
Πυγμαί̱οισιν, Πυγμαῖοιmasc dat pl (epic ionic aeolic)Πυγμαί̱οισιν, Πυγμαῖοςa: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
11 Πυγμαίους
Πυγμαί̱ους, Πυγμαῖοιmasc acc plΠυγμαί̱ους, Πυγμαῖοςa: masc acc pl -
12 Πυγμαίων
Πυγμαί̱ων, Πυγμαῖοιmasc gen plΠυγμαί̱ων, Πυγμαῖοςa: masc gen pl -
13 Pygmaei
Pygmaeī, ōrum, m. (Πυγμαιοι v. πυγμή, die Faust), die Pygmäen, gleichs. die Fäustlinge, die Däumlinge, das fabelhafte Zwergvolk des Altertums, bes. in Äthiopien, das in dem Kampfe mit den Kranichen unterlag, Plin. 4, 44; 5, 108; 6, 188. Mela 3, 8, 8 (3. § 81). Gell. 9, 4, 10. – Dav. Pygmaeus, a, um, pygmäisch, quae Pygmaeo sanguine gaudet avis, der Kranich, Ov.: mater, die Pygmäe Önoë, Ov.: virgo, eine Zwergin, Iuven. 6, 504. -
14 пигмей
-я α.άνθρωπος πυγμαίος. || μτφ. άνθρωπος ασήμαντος, τιποτένιος. || Πυγμαίοι, φυλή της Κεντρικής Αφρικής. -
15 πυγμαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυγμαῖος
-
16 ἀμενηνός
ἀμενην-ός [ᾰ], όν, also ή, όν Opp.H.2.58: (ἀ- priv., μένος):—poet. Adj., in Hom. chiefly of ghosts or shades,A fleeting,νεκύων ἀ. κάρηνα Od.10.521
, al.; of dreams, 19.562; of one wounded,ἀ. ἔα χαλκοῖο τυπῇσι Il.5.887
;Πυγμαῖοι Hes.Oxy.1358.18
; rare in Trag. (alw. lyr.), ἀ. ἀνήρ, of Ajax, S.Aj. 890;νεκύων ἀ. ἄγαλμα E.Tr. 193
.3 in physical sense, feeble, weak,ἰσχνοῖσι καὶ ἀμενηνοῖσι Hp.Prorrh.2.30
;ἀ. φωνή Arist.Pr. 899a30
;οἱ ἄκεντροι σφῆκες.. ἀμενηνότεροι Id.HA 628b4
, cf. Ti.Locr.100c;ὕδωρ -ότατον πάντων Arr.Ind.6.3
; ἀ. κλῆμα, φῦλλον, Thphr.CP3.14.5, HP3.9.1;σπερμάτιον 4.12.2
([comp] Comp.);πῦρ Ph.2.564
; faint, shadowy,ὄναρ Them.Or.21.263c
:—neut. as Adv., feebly, faintly,ἀμενηνὸν φθέγγεσθαι Arist.Pr. 899a31
;δρᾶν Philostr.Jun.Im.17
;ἀμενηνὰ φαείνειν Arat.905
. Regul.Adv.- νῶς Agathem.
ap. Gal.8.938.II (as if from ἀ- priv., μένω) not permanent,κατηγορίαι Simp.
inPh.832.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμενηνός
См. также в других словарях:
Πυγμαῖοι — masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυγμαίοι — Λαοί της Αφρικής που κατοικούν κατά μικρές ομάδες, στις πιο απρόσιτες ζώνες των ισημερινών δασών της κεντρικής Αφρικής από την Γκαμπόν και το Καμερούν έως την Ουγκάντα, τη Ρουάντα και το Μπουρούντι. Αν και μερικοί ανθρωπολόγοι θεωρούν ότι οι Π.… … Dictionary of Greek
πυγμαῖοι — πυγμαῖος a masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Пигмеи — (Πυγμαϊοι), собств., люди величиной с кулак в греч. мифологии сказочный народ карликов, живущий в Ливии. Илиада (III, 6) повествует о их битвах с журавлями (ср. L. v. Sybel, Mythologie der Ilias , 1877, и Л. Ф. Воеводский, Введение в мифологию… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ανταμάνιοι — Πυγμαίοι των νήσων Ανταμάν, νεγροειδούς φυλής. Έχουν σκούρο δέρμα, μικρό ανάστημα (κάτω από 1,50 μ.), πλατύ κορμό στις πλάτες και στενό στη λεκάνη, κοντούς βραχίονες και μηρούς, πολύ κατσαρά μαλλιά και περιορισμένη χωρητικότητα κρανίου (1.200 κ.… … Dictionary of Greek
πυγμαίος — α, ο / πυγμαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει μέγεθος πυγμής, σπιθαμιαίος, κοντορεβιθούλης, νάνος 2. κοντόσωμος, μικρόσωμος νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Πυγμαίοι κάθε ανθρώπινη ομάδα τής οποίας οι ενήλικοι άνδρες φθάνουν σε ύψος… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Μπραζαβίλ Παλαιότερη ονομασία: Γαλλικό Κονγκό (1910 60) / Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (1960 91) Έκταση: 324.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.958.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπραζαβίλ… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek
PYGMAEI — populi in extremis Indiae montibus habitantes (Plin. l. 6. c. 19.) salubri caelô semperque vernante fruentes, ternos dodrantes non excedentes: Sunt qui nomen eos habere volunt ἀπὸ τῆς πυγμῆς, i. e. pugno, contra rationem; cum ἀπὸ τοῦ πήχυος, i. e … Hofmann J. Lexicon universale
Μπουρούντι — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Ρουάντα, στα Α και στα Ν με την Τανζανία και στα Δ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ). Βρέχεται στα Δ από τη λίμνη Τανγκανίκα.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς διέξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek