-
1 Πρόχορος
{собств., 1}Один из семи диаконов церкви в Иерусалиме (Деян. 6:5).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Πρόχορος
-
2 Πρόχορος
{собств., 1}Один из семи диаконов церкви в Иерусалиме (Деян. 6:5).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Πρόχορος
-
3 Πρόχορος
Прохор (один из семи диаконов церкви в Иер.).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Πρόχορος
-
4 4402
{собств., 1}Один из семи диаконов церкви в Иерусалиме (Деян. 6:5).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4402
См. также в других словарях:
Πρόχορος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρόχορος — Ένας από τους 7 πρώτους διακόνους, οι οποίοι εξελέγησαν από τους αποστόλους. Σύμφωνα με μεταγενέστερη παράδοση ήταν συνεργάτης του Ευαγγελιστή Ιωάννη και χρημάτισε επίσκοπος της Νικομήδειας της Βιθυνίας. Ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του τιμάται … Dictionary of Greek
Προχόρῳ — Πρόχορος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρόχορον — Πρόχορος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
прошка — I прошка I нюхательный табак , шенкурск. (Подв.), вятск., сиб. (Даль). Возм., из *прочьха от чихать. См. об этих словах Бернекер 1, 165, а также на чох, чхать, чихать. II прошка II membrum virile , колымск. (Богораз). Из *прочька от прочкнуть… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
λάζαρος — I (; – 1368). Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1334 68). Διαδέχθηκε τον Αθανάσιο Γ’ και αγωνίστηκε μαζί με την Αγιοταφική Αδελφότητα για τη διατήρηση της ελληνικής κυριότητας στα προσκυνήματα της Ιερουσαλήμ. Την περίοδο της πατριαρχίας του εγκαταστάθηκαν… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Κυδώνης — Επώνυμο οικογένειας λογίων και πολιτικών της υστεροβυζαντινής περιόδου. 1. Δημήτριος (Θεσσαλονίκη 1324; – Βενετία ή Κρήτη 1397/8). Πολιτικός, θεολόγος και συγγραφέας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, έλαβε επιμελημένη μόρφωση και έδειξε την… … Dictionary of Greek