-
1 Ποτνιάς
A of Potniae, Potnian,κέλευθοι Ποτνιάδες A.Fr. 173
; ἡ Ποτνιὰς κρήνη a spring near the town, Ael.NA15.25, Paus.9.8.1; Ποτνιάδες ἵπποι the mares that tore Glaucus in pieces, Str.9.2.24; hence, generally, Π. πῶλοι Boeotian mares, E.Ph. 1124 (but expld. by Sch. as = μανικαί).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ποτνιάς
-
2 Ποτνιας
- άδος ἥ (только pl. Ποτνιάδες = Πότνιαι См. Ποτνιαι) Владычицы ( эпитет Эвменид и Вакханок) Eur. -
3 Ποτνιάς
Ποτνιάςof Potniae: fem nom sgΠοτνιά̱ς, ΠοτνιαίPotnian: fem acc pl -
4 ποτνίας
ποτνίᾱς, πότνιαmistress: fem acc plποτνίᾱς, πότνιαmistress: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 Ποτνιάδας
Ποτνιάςof Potniae: fem acc pl -
6 Ποτνιάδες
Ποτνιάςof Potniae: fem nom /voc pl -
7 Ποτνιάδος
Ποτνιάςof Potniae: fem gen sg -
8 Ποτνιάδων
Ποτνιάςof Potniae: fem gen pl -
9 Potniae
Potniae, iārum, f. (Ποτνιαί), ein Flecken in Böotien am Flusse Asopus, berüchtigt durch das Futter seiner Weiden, von dem die Pferde u. Esel rasend geworden sein sollen, Plin. 25, 94. – Dav. Potnias, adis, f. (Ποτνιάς), potniäisch, equae, Ov., od. quadrigae, Verg. (αἱ Ποτνιάδες sc. ιπποι), die potniäischen Stuten, die den Glaukus, ihren Herrn, vom Wagen warfen u. zerrissen.
-
10 Potniae
Potniae, iārum, f. (Ποτνιαί), ein Flecken in Böotien am Flusse Asopus, berüchtigt durch das Futter seiner Weiden, von dem die Pferde u. Esel rasend geworden sein sollen, Plin. 25, 94. – Dav. Potnias, adis, f. (Ποτνιάς), potniäisch, equae, Ov., od. quadrigae, Verg. (αἱ Ποτνιάδες sc. ιπποι), die potniäischen Stuten, die den Glaukus, ihren Herrn, vom Wagen warfen u. zerrissen. -
11 ποινίς
A = ποτνιάς (cf. E.Ba. 664),ποινίδες Βάκχαι Theognost.Can.23
; cf. - ποινα in δέσποινα, if from -ποτνψα.
См. также в других словарях:
Ποτνιάς — of Potniae fem nom sg Ποτνιά̱ς , Ποτνιαί Potnian fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτνιάς — άδος, ἡ, Α βλ. ποτνιεύς … Dictionary of Greek
ποτνίας — ποτνίᾱς , πότνια mistress fem acc pl ποτνίᾱς , πότνια mistress fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποτνιάδας — Ποτνιάς of Potniae fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποτνιάδες — Ποτνιάς of Potniae fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποτνιάδος — Ποτνιάς of Potniae fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποτνιάδων — Ποτνιάς of Potniae fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτνιεύς — έως, ὁ, θηλ. ποτνιάς, άδος, Α 1. ο κάτοικος τών Ποτνιών 2. αυτός που κατάγεται από την πόλη Πότνιαι 2. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ ποτνιάδες προσωνυμία τών Ευμενίδων («Βάκχαι ποτνιάδες», Ευρ.) 3. φρ. α) «Ποτνιεύς Γλαῡκος» τίτλος έργου τού Αισχύλου β) … Dictionary of Greek
έρση — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις κόρες του Κέκροπα, η οποία εκπροσωπούσε την πρωινή δροσιά. Ο Ερμής την αγάπησε παράφορα και ζήτησε τη βοήθεια της αδελφής της, αλλά η Αθηνά στάλαξε στην ψυχή της τελευταίας το δηλητήριο της ζηλοτυπίας, για να … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Άρτεμη — I Θεότητα του δωδεκάθεου των αρχαίων Ελλήνων. Το όνομά της δεν μας αποκαλύπτει τίποτα για την καταγωγή της. Τα χαρακτηριστικά όμως γνωρίσματα, με τα οποία εμφανίζεται στην Πελοπόννησο, όπου η λατρεία της είναι παλαιότερη από οπουδήποτε αλλού, ως… … Dictionary of Greek