-
1 Ποτειδάνιον
Ποτειδάνιον, τό,A v. Ποσειδώνιος 11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ποτειδάνιον
-
2 Ποσειδώνιος
A sacred to Poseidon, v.l. in E.Ph. 188 (lyr.):— also [full] Ποσειδᾱώνιος, AP6.4 (Leon.); [dialect] Dor. [full] Ποσειδάνιος [ᾱ] Pi.O.5.21, 10(11).26, B.Fr.6, S.OC 1494 (lyr.), E.l.c. (lyr.).II [full] Ποσειδώνιον (sc. ἱερόν), τό, temple of Poseidon, Th.4.129, Paus.10.38.8; [full] Ποσειδώνειον, Arist.Vent. 973a16; [dialect] Dor. [full] Ποσειδάνειον AB430, Suid. s.v. Ἀπολλώνιον; Delph. [full] Ποτειδάνιον SIG 247 111 12 (iv B.C.).III [full] Ποσειδώνια, τά, his festival, Str.10.5.11, Ath.13.59of; [dialect] Dor. [full] Ποσειδάνια GDI4271.10 ([place name] Rhodes), SIG1028.24 (Cos, ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ποσειδώνιος
См. также в других словарях:
ποσειδώνιος — (Απάμεια, Συρία 135 π.Χ. περίπου – μέσα 1ου αι. π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Μαθητής του Παναίτιου στην Αθήνα, αφού πραγματοποίησε μεγάλα επιστημονικά ταξίδια, ίδρυσε δική του σχολή στη Ρόδο, στην οποία είχε μαθητές, μεταξύ άλλων, τον… … Dictionary of Greek