-
1 Ποσιδήϊος
A sacred to Poseidon, Il.2.506, h.Ap. 230; written [full] Ποσείδιον ἄλσος in Str.8.3.20; but the [dialect] Att. form is [full] Ποσῐδεῖος, S.Fr. 506 (anap.).2 [dialect] Dor. [full] Ποσῐδάϊος [pron. full] [ᾱ], ὁ (sc. μήν), a month at Epidaurus, IG42(1).103.35; Hellenistic [full] Ποσῐδεῖος CIG6850 (incert. loc.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ποσιδήϊος
См. также в других словарях:
ποσιδήϊος — η, ον και αττικ. τ. ποσιδεῑος και ποσείδιος και δωρ. τ. ποσιδάϊος, Α 1. αυτός που ανήκει στον Ποσειδώνα («Ποσιδήϊον άλσος», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ποσιδάϊος και ποσιδεῑος ονομασία μήνα τού ημερολογίου τής Επιδαύρου 3. (το ουδ. ως κύριο… … Dictionary of Greek
Ποσιδηϊών — και αττ. τ. Ποσειδεών, ῶνος, και Ποσιδεών και αιολ. τ. Ποσιδάων, ὁ, Α ο έκτος μήνας τού αττικού ημερολογίου και τών ημερολογίων μερικών ιωνικών πόλεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ποσιδήϊος / Ποσιδάϊος + επίθημα ών (πρβλ. Κουρηϊ ών / Κουρεών)] … Dictionary of Greek