Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Πολῠνείκης

См. также в других словарях:

  • Πολυνείκης — masc acc pl (attic epic doric) Πολυνείκης masc nom/voc pl (doric aeolic) Πολυνείκης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυνεικής — much wrangling masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυνεικής — Γιος του Οιδίποδα και της Ιοκάστης. Όταν ο αδελφός του Ετεοκλής τον έδιωξε από τη Θήβα, κατέφυγε στο Άργος, όπου ο βασιλιάς Άδραστος του έδωσε γυναίκα την κόρη του Αργία. Μονομάχησε για το θρόνο με τον αδελφό του Ετεοκλή, και σκοτώθηκαν και οι… …   Dictionary of Greek

  • Ετεοκλής και Πολυνείκης — Μυθολογικά πρόσωπα. Δίδυμοι γιοι του Οιδίποδα και της Ιοκάστης. Κατά τον μύθο –που έγινε πασίγνωστος με την τραγωδία του Αισχύλου Επτά επί Θήβαις– το μίσος χώρισε τα δύο αδέλφια, γιατί ο Ε. αρνήθηκε να παραδώσει τον θρόνο στον αδελφό του, όπως… …   Dictionary of Greek

  • πολυνεικῆ — πολυνεικής much wrangling neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυνεικής much wrangling masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυνεικής much wrangling masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυνείκει — Πολυνείκης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Πολυνείκεϊ , Πολυνείκης masc dat sg (epic ionic) Πολυνείκης masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυνεικεῖς — πολυνεικής much wrangling masc/fem acc pl πολυνεικής much wrangling masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυνείκη — Πολυνείκης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πολυνείκης masc acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Полиник — (Πολυνείκης) сын Эдипа (см.) и Иокасты, брат Этеокла, Антигоны и Исмены. Когда Эдип ослепил себя, Этеокл и П. решили царствовать поочередно по году, причем нецарствующий должен был проводить этот год в изгнании. Полиник, как младший, первый… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Πολυνείκεος — Πολυνείκης masc gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυνείκην — Πολυνείκης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»