-
1 πολυευκτος
-
2 Πολυευκτος
ὅ Полиевкт1) сын Фемистокла Plut.2) афинский оратор, друг и политический единомышленник Демосфена Dem., Plut. -
3 πολυευχετος
См. также в других словарях:
Πολύευκτος — Πολυεύκτος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύευκτος — much prayed for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύευκτος — I Χαλκοπλάστης από την Αθήνα, που έζησε τον 3o αι. π.Χ. Ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος αναφέρουν πως είχε κατασκευάσει μεγάλο ανδριάντα του ρήτορα Δημοσθένη, που είχε τοποθετηθεί κοντά στο ιερό του Άρη και στον βωμό των Δώδεκα θεών το 280 π.Χ.,… … Dictionary of Greek
πολυευκτότατον — πολύευκτος much prayed for masc acc superl sg πολύευκτος much prayed for neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύευκτον — πολύευκτος much prayed for masc/fem acc sg πολύευκτος much prayed for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυεύκτου — Πολυεύκτος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυεύκτου — πολύευκτος much prayed for masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυεύκτους — Πολυεύκτος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυεύκτους — πολύευκτος much prayed for masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυεύκτων — Πολυεύκτος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυεύκτων — πολύευκτος much prayed for masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)