-
1 πολυγνωτος
-
2 Πολυγνωτος
ὁ Полигнот (родом из Тасоса, греч. живописец, работавший с 463 г. до н.э. в Афинах, автор картины «Марафонская битва» в афинской Ποικίλη) Plat., Arst. etc. -
3 Πολύγνωτος
Πολύγνωτοςwellknown: masc nom sg -
4 πολύγνωτος
πολύγνωτοςwellknown: masc /fem nom sg -
5 πολύγνωτος
πολύγνωτος, -ον1 renowned ἕπεται ( ἐπέβα Wil.) δέ, Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμὰ ( πολυγνώτῳ γένει coni. Er. Schmid) N. 10.37 ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώτοις ἐπὶ νίκαις Παρθ. 2. 45. -
6 πολύγνωτος
πολῠ-γνωτος, ον,A wellknown, Pi.N.10.37 (s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύγνωτος
-
7 πολύγνωτος
πολύ-γνωτος, viel od. sehr bekannt -
8 πολύγνωτον
πολύγνωτοςwellknown: masc /fem acc sgπολύγνωτοςwellknown: neut nom /voc /acc sg -
9 Πολυγνώτοις
Πολύγνωτοςwellknown: masc dat pl -
10 Πολυγνώτου
Πολύγνωτοςwellknown: masc gen sg -
11 Πολύγνωτε
Πολύγνωτοςwellknown: masc voc sg -
12 Πολύγνωτοι
Πολύγνωτοςwellknown: masc nom /voc pl -
13 Πολύγνωτον
Πολύγνωτοςwellknown: masc acc sg -
14 πολυγνώτοις
πολύγνωτοςwellknown: masc /fem /neut dat pl -
15 πολυγνώτου
πολύγνωτοςwellknown: masc /fem /neut gen sg -
16 πολύγνωτε
πολύγνωτοςwellknown: masc /fem voc sg -
17 πολύγνωτοι
πολύγνωτοςwellknown: masc /fem nom /voc pl -
18 πολύ-γνωστος
πολύ-γνωστος, = πολύγνωτος, Eust., vgl. Spohn de extr. Od. parte p. 157.
-
19 εικαζω
эол. Sappho ἐϊκάσδω (impf. εἴκαζον и ᾔκαζον, fut. εἰκάσω, aor. εἴκασα и ᾔκασα, pf. εἴκακα; pass.: fut. εἰκασθήσομαι, aor. εἰκάσθην, pf. εἴκασμαι и ᾔκασμαι)1) (точно) изображать, воспроизводить(τινὰ γραφῇ Xen.)
αἰετὸς εἰκασμένος Her. — изображение орла;ὅμοιος καὴ μέ εἰκαζόμενος πρός τι Arst. — похожий на что-л., но не являющийся его копией;Πολύγνωτος μὲν κρείττους, Παύσων δὲ χείρους, Διονύσιος δὲ ὁμοίους εἴκαζεν Arst. — Полигнот изображал (людей) лучшими, чем они есть, Павсон - худшими, а Дионисий такими, какими они являются в действительности:εὖ μάλα εἰκασμένος Luc. — воспроизведенный со всей точностью;τὸ εἰκασθέν Plat. — воспроизведенное, т.е. подлинник, оригинал2) уподоблять, сравнивать(τί τινι и τινά τινι Thuc., Arph., Xen., Plat., Arst., πρός τι Arst. и τι καί τι Her.): pass. становиться или быть похожим (τινι Eur., Plut. и ποτί τινα Arph.)
3) (путем сопоставления) приходить к выводу, предполагать, (умо)заключать(τι ἔκ τινος Aesch., ἀπό τινος Thuc. и τινί Thuc., Plut.; μέ γνωρίζειν μηδ΄ εἰκάσαι Arst.)
πρὸς τέν ὄψιν εἰ. τὸν χρόνον Plut. — по внешнему виду судить о возрасте;εἰκάσαι Soph. и ὡς εἰκάσαι Hes., Eur. — как можно предполагать, по-видимому -
20 ηθογραφος
(ᾰ) ὅ изобразитель нравов(ὅ μὲν Πολύγνωτος ἀγαθὸς ἠ., ἥ δὲ Ζεύξιδος γραφέ οὐδὲν ἔχει ἦθος Arst.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πολύγνωτος — wellknown masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύγνωτος — wellknown masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύγνωτος — Όνομα δύο αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών. 1. Ζωγράφος από τη Θάσο (α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ.), γιος του ζωγράφου Αγλαοφώντα, από τον οποίο διδάχτηκε την τέχνη του. Τίποτα δεν σώζεται από τα έργα του, τα οποία ωστόσο περιγράφει λεπτομερώς ο Παυσανίας … Dictionary of Greek
Βαγής, Πολύγνωτος — (Θάσος 1894 – 1967). Γλύπτης. Το 1910 εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ και παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής στο ινστιτούτο Κούπερ Γιούνιον. Με την πρώτη του έκθεση το 1921 στη Νέα Υόρκη, επιβλήθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες της εποχής του.… … Dictionary of Greek
πολύγνωτον — πολύγνωτος wellknown masc/fem acc sg πολύγνωτος wellknown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυγνώτοις — Πολύγνωτος wellknown masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγνώτοις — πολύγνωτος wellknown masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυγνώτου — Πολύγνωτος wellknown masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγνώτου — πολύγνωτος wellknown masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυγνώτῳ — Πολύγνωτος wellknown masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγνώτῳ — πολύγνωτος wellknown masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)