-
1 πολυνεικής
πολυ-νεικής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυνεικής
-
2 νεῖκος
Grammatical information: n.Derivatives: νεικέω, ep. also - είω (\< -εσ-ι̯ω; Schwyzer 723f., Chantraine Gramm. hom. 1, 101, 166, 349), aor. νεικέσ(σ)αι `quarrel with words, blame, abuse' (Il.) with νεικεσ-τήρ `who wrangles with' (Hes. Op. 716; v. l. - ητήρ; Fraenkel Nom. ag. 1, 108 w. n. 1, 229; on the meaning Benveniste Noms d'agent 39); νεικέσσιος πολέμιος H. (after ἱκέσιος a.o.).Etymology: No certain etymology. One compares since Bezzenberger-Fick BB 6, 238 a Baltic group, e.g. Lith. ap-, su-nìkli `attack somebody', Latv. nikns `bad, grim, vehement', nàiks `vehement, angry'. Further s. Fraenkel Wb. s. -nìkti, cf. also Vasmer s. -níknutь; older lit. in Bq, WP. 2, 321 (Pok. 761). -- To be rejecte Pisani Ist. Lomb. 73, 489 (cf. Risch Glotta 35, 69). -- Cf. νίκη.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νεῖκος
См. также в других словарях:
πολυνεικής — Γιος του Οιδίποδα και της Ιοκάστης. Όταν ο αδελφός του Ετεοκλής τον έδιωξε από τη Θήβα, κατέφυγε στο Άργος, όπου ο βασιλιάς Άδραστος του έδωσε γυναίκα την κόρη του Αργία. Μονομάχησε για το θρόνο με τον αδελφό του Ετεοκλή, και σκοτώθηκαν και οι… … Dictionary of Greek
ευνεικής — εὐνεικής, ές (Α) 1. αυτός που κρίνει, που αποφασίζει εύκολα για αγώνα 2. (για χρησμό) αυτός τού οποίου η σημασία εξηγείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νεικής (< νείκος «διαμάχη, έριδα»), πρβλ. αμφι νεικής, πολυ νεικής] … Dictionary of Greek