-
1 Πολιάτιδος
Πολίατιςfem gen sgΠολιά̱τιδος, Πολιᾶτιςguardian of the city: fem gen sg -
2 Πολιάς
A guardian of the city, epith. of Athena, esp. in her oldest temple on the Acropolis of Athens, Hdt.5.82, S.Ph. 134, Ar.Av. 828, IG12.304.6, etc. ( Πολιτίδα is f.l. for Πολιάδα in Din. 1.64); simply ἡ Πολιάς, Luc.Pisc.21, etc.; in other Greek cities, Mnemos.57.208 (Argos, vi B.C., dat. πολιιάδι), IG12(7).386.43 ([place name] Amorgos), 12(8).640.37 ([place name] Peparethus), etc.; at Troezen, Paus.2.30.6; at Erythrae, Id.7.5.9:—so [full] Πολιᾶτις, ιδος, at Tegea, Id.8.47.5.
См. также в других словарях:
πολιάτις — άτιδος, ἡ, Α βλ. πολίτης … Dictionary of Greek
Πολιάτιδος — Πολίατις fem gen sg Πολιά̱τιδος , Πολιᾶτις guardian of the city fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολίτης — ο, θηλ. πολίτις, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιήτης, δωρ. τ. πολιάτας, θηλ. πολιᾶτις και πολιῆτις, Α, και πολίτισσα ΝΜ, πολῖτις, ίτιδος, ΜΑ κάτοικος πόλης ο οποίος έχει πολιτικά δικαιώματα, κάθε μέλος πολιτείας το οποίο έχει το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι… … Dictionary of Greek
Πολιάς — Λεγόταν και Πολιάτις και Πολίτις. Προσωνυμία της προστάτισσας θεάς μιας πόλης, και ιδιαίτερα της Αθηνάς που τη θεωρούσαν προστάτιδα των ακροπόλεων. * * * άδος, ἡ, Α (προσωνυμία τής Αθηνάς) η προστάτιδα τής πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + επίθημα άς … Dictionary of Greek
πολιάς — Λεγόταν και Πολιάτις και Πολίτις. Προσωνυμία της προστάτισσας θεάς μιας πόλης, και ιδιαίτερα της Αθηνάς που τη θεωρούσαν προστάτιδα των ακροπόλεων. * * * άδος, ἡ, Α (ανώμ. θηλ.) βλ. πολιός … Dictionary of Greek
πολιάτας — ὁ, θηλ. πολιᾱτις, άτιδος, Α (αιολ. και δωρ. τ. τού πολιήτης) βλ. πολίτης … Dictionary of Greek