-
1 πληιάς
πληϊάς, πληιάδεςPleiads: fem nom sg -
2 Πληϊάς
-
3 ἑπτάπορος
ἑπτά-πορος, ον,A with seven tracks or paths, τείρεα, of the planets, h.Hom.8.7; Πλειάς or Πελειάς, E.IA7, Or. 1005 (both anap.);Πληϊὰς ἑ. Epigr.Gr.223.4
(Milet.); seven-mouthed, of the Nile, Mosch.2.51, D.P.264.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπτάπορος
См. также в других словарях:
πληιάς — πληϊάς , πληιάδες Pleiads fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληϊάς — άδος, ἡ Α (επικ. τ.) βλ. πλειάς … Dictionary of Greek
Πλειάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστή μια ομάδα από επτά τραγικούς ποιητές, οι οποίοι έζησαν στην Αλεξάνδρεια στους χρόνους του Πτολεμαίου B’ Φιλαδέλφου (284 247 π.Χ.). Ο φιλότεχνος αυτός ηγεμόνας προσπάθησε να μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια τη μεγαλοπρέπεια … Dictionary of Greek