-
1 Πισαίοι
-
2 Πισαῖοι
-
3 Πισαίοις
Πισαῖοιthe people of Pisa: masc dat plΠισαῖοςthe people of Pisa: masc /neut dat pl -
4 Πισαίοισιν
Πισαῖοιthe people of Pisa: masc dat pl (epic ionic aeolic)Πισαῖοςthe people of Pisa: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
5 Πισαίους
Πισαῖοιthe people of Pisa: masc acc plΠισαῖοςthe people of Pisa: masc acc pl -
6 Πισαίων
Πισαῖοιthe people of Pisa: masc gen plΠισαῖοςthe people of Pisa: fem gen plΠισαῖοςthe people of Pisa: masc /neut gen pl -
7 Πῖσα
Πῑσα or [full] Πίση, [dialect] Dor. [full] Πίσα, ης, ἡ, a fountain at Olympia (Str.8.3.31), which gave a name to Olympia itself, Stesich.90, Pi.O.1.18, Hdt. 2.7, etc.: Adv. [full] Πίσηθεν AP7.390 (Antip. Thess.); [full] Πισαῖοι, οἱ,
См. также в других словарях:
Πισαῖοι — the people of Pisa masc nom/voc pl Πισαῖος the people of Pisa masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πισαίοις — Πισαῖοι the people of Pisa masc dat pl Πισαῖος the people of Pisa masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πισαίοισιν — Πισαῖοι the people of Pisa masc dat pl (epic ionic aeolic) Πισαῖος the people of Pisa masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πισαίους — Πισαῖοι the people of Pisa masc acc pl Πισαῖος the people of Pisa masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πισαίων — Πισαῖοι the people of Pisa masc gen pl Πισαῖος the people of Pisa fem gen pl Πισαῖος the people of Pisa masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πισάτις — Αρχαία χώρα της Ηλείας, που εκτεινόταν έως τις δυτικές υπώρειες της αρκαδικής Φολόης. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Στράβωνα περιλάμβανε οκτώ αρχαίες πόλεις, μεταξύ των οποίων η σπουδαιότερη η Πίσα, έδωσε το όνομα στην περιοχή. Άλλες πόλεις της Π.… … Dictionary of Greek
πισαίος — αία, ον, Α [Πίσα] 1. (ιδίως το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Πισαῑοι οι κάτοικοι τής Πίσας 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Πισαία η γη τής Πίσας … Dictionary of Greek