Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Πιμπληΐς

См. также в других словарях:

  • PIMPLEA — Graece Πιμπληΐς, apud Apollonium Rhodium, ubi de Orpheo. Τὸν ῥά ποτ᾿ αὐτὴ Καλλιόπη Θρήϊκι φατίζεται ἐυνηθ εῖςα Οἰάγρῳ ςκοπιῆς Πιμπληΐδος ἄγχι τεκέςθαι. quem quondam ipsa Calliopa Thraci fertur congressa Oeagro prope speculam Pimpleam peperisse,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πιμπληϊάς — άδος και Πιμπληΐς, ίδος, ή, Α αυτή που ανήκει στην Πίμπλεια ή κατοικεί σ αυτήν («Πιμπληϊὰς κούρη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πίμπλεια / Πίμπλα, μακεδόνική πόλη στην Πιερία, λατρευτικό κέντρο τών Μουσών + επίθημα άς / ίς] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»