-
1 Πιεριη
-
2 Πῖερίη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Πῖερίη
-
3 Πιερίη
Πῑερίη, Πιερίαfrom Pieria: fem nom /voc sg (epic ionic)——————Πῑερίῃ, Πιερίαfrom Pieria: fem dat sg (epic ionic) -
4 Πιερίῃ
Βλ. λ. Πιερίη -
5 κλυτό-δενδρος
κλυτό-δενδρος, durch schöne Bäume berühmt, Πιερίη Philp. 1 (IV, 2).
-
6 κλυτοδενδρος
-
7 Πιερια
ион. Πῑερίη ἥ Пиерия (область в юго-зап. Македонии, родина Орфея, излюбленное местопребывание Муз) Hom., HH., Hes., Her. -
8 Πιεριηθεν
-
9 κλυτόδενδρος
κλῠτό-δενδρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλυτόδενδρος
См. также в других словарях:
Πιερίη — Πῑερίη , Πιερία from Pieria fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιερίῃ — Πῑερίῃ , Πιερία from Pieria fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίηθεν — Α επίρρ. από τη Συρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Συρία + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. πιερίη θεν)] … Dictionary of Greek