Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Πηνειός

См. также в других словарях:

  • Πηνειός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηνειός — Oνομασία 2 ελληνικών ποταμών. 1. Ποταμός της Θεσσαλίας, ο δεύτερος της χώρας σε μήκος (205 χλμ., λεκάνη απορροής 10.704 τ. χλμ.) μετά τον Αλιάκμονα. Σχηματίζεται από διάφορους βραχίονες στα σύνορα με την Ήπειρο και τη Μακεδονία, σημαντικότεροι… …   Dictionary of Greek

  • Πηνειός — Sp Pinijas Ap Πηνειός/Pēneios, Pineios L u. C Graikijoje …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Πηνειός — ο ποταμός της Θεσσαλίας, αλλιώς Σαλαμπριάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πηνειοῖο — Πηνειός masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηνειοί — Πηνειός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηνειοῦ — Πηνειός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηνειέ — Πηνειός masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηνειῶ — Πηνειός masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηνειῷ — Πηνειός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηνειόν — Πηνειός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»