-
1 Πηγάσειον
ΠηγάσειοςPro Quinct.masc acc sgΠηγάσειοςPro Quinct.neut nom /voc /acc sg -
2 Πήγασος
Πήγᾰσος, [dialect] Dor. [full] Πάγᾰσος [pron. full] [ᾱγ], ὁ, Pegasus, Hes.Th. 281, 325, E.Fr. 306, Apollod.2.3.2, Str.8.6.21, Paus.2.4.1, etc.: pl. Πήγασοι, as a sample of prodigies, pl.Phdr.229d, cf. Cic.A Pro Quinct.25.80, Plin. HN8.72, 10.136 :—Adj. [full] Πηγάσειος [pron. full] [ᾰ], α, ον, πτερόν Ar. Pax76
: fem. [full] Πᾱγᾰσὶς κράνα, Hippocrene, Mosch.3.77, cf. AP11.24 (Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πήγασος
См. также в других словарях:
πηγάσειος — εία, ον, Α αυτός που ανήκει στον Πήγασο («Πηγάσειον... πτερόν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πήγασος + κατάλ. ειος (πρβλ. πηγάν ειος)] … Dictionary of Greek
Πηγάσειον — Πηγάσειος Pro Quinct. masc acc sg Πηγάσειος Pro Quinct. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)