-
1 Περγασή
Περγασήfrom P.fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
2 Περγασή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Περγασή
-
3 Περγασήσιν
Περγασῆσιfrom P.nu̱movable indeclform (adverb)——————Περγασήfrom P.fem dat pl (epic ionic)
См. также в других словарях:
Περγασή — from P. fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περγασή — Δήμος της αρχαίας Αττικής που ανήκε στην Ερεχθηίδα φυλή. Η τοποθεσία του ήταν Δ ή B της Κηφισιάς. Μερικοί αρχαιολόγοι την τοποθετούν κοντά στη σημερινή Όμορφη Εκκλησιά της Αθήνας. * * * ἡ, Α αττικός δήμος που ανήκε στην Ερεχθηίδα φυλή … Dictionary of Greek
Περγασῇσιν — Περγασή from P. fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περγασήθεν — Α επίρρ. από την Περγασή. [ΕΤΥΜΟΛ. < Περγασή + επιρρμ. κατάλ. θεν] … Dictionary of Greek
Περγασήνδε — Α επίρρ. προς την Περγασή. [ΕΤΥΜΟΛ. < Περγασή + επιρρμ. κατάλ. δε] … Dictionary of Greek
Περγασήσι — Α επίρρ. στην Περγασή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τοπική πτώση του Περγασή (πρβλ. Ἀχαρνῆσι)] … Dictionary of Greek
DEMARCHI — Graece Δήμαρχοι, dicebantur in eadem Rep. praefecti τῶ Δήμων, quos illi, quando necesse erat, convocabant, eâdem potestate, quam prius Ναυκράροι vel Ναυκλάροι habuerant, (ut scribir Harpocration in Lexico, et Scholiastes Aristophan. ad haec verba … Hofmann J. Lexicon universale