Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Πελασγικός

  • 1 Πελασγικος

        3
        1) пеласгический Hom.
        2) поэт. = аргосский Eur.

    Древнегреческо-русский словарь > Πελασγικος

  • 2 Πελασγικός

    Πελασγικός
    masc nom sg

    Morphologia Graeca > Πελασγικός

  • 3 Πελασγικός

    A

    Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε, Πελασγικέ Il.16.233

    ;

    τὸ Π. Ἄργος 2.681

    , cf. Hdt.1.56, Str.5.2.4, 9.5.15 ; = Argive, E. Ph. 107 :—also [full] Πελάσγιος, A.Supp. 634 (lyr.), E. IA 1498 (lyr.): fem. [full] Πελασγίς, ίδος, Hdt.7.42, A.R.4.243 ; [full] Πελασγιάς, άδος, Call. Lav. Pall.4:—[full] Πελασγίη, , = Ἑλλάς, Hdt.2.56 ; cf.

    πελαργικός 11

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πελασγικός

  • 4 Πελασγικός

    Πελασγικός: Pelasgic, epithet of Zeus in Dodōna, Il. 16.233; see also Ἄργος.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Πελασγικός

  • 5 Πελασγικά

    Πελασγικός
    neut nom /voc /acc pl
    Πελασγικά̱, Πελασγικός
    fem nom /voc /acc dual
    Πελασγικά̱, Πελασγικός
    fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Πελασγικά

  • 6 Πελασγικόν

    Πελασγικός
    masc acc sg
    Πελασγικός
    neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > Πελασγικόν

  • 7 Πελασγικέ

    Πελασγικός
    masc voc sg

    Morphologia Graeca > Πελασγικέ

  • 8 Πελασγική

    Πελασγικός
    fem nom /voc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > Πελασγική

  • 9 Πελάσγιος

    Πελασγικός
    masc nom sg

    Morphologia Graeca > Πελάσγιος

  • 10 Πελασγία

    Πελασγίᾱ, Πελασγίη
    fem nom /voc /acc dual
    Πελασγίᾱ, Πελασγίη
    fem nom /voc sg (attic doric aeolic)
    Πελασγίᾱ, Πελασγικός
    fem nom /voc /acc dual
    Πελασγίᾱ, Πελασγικός
    fem nom /voc sg (attic doric aeolic)
    ——————
    Πελασγίᾱͅ, Πελασγίη
    fem dat sg (attic doric aeolic)
    Πελασγίᾱͅ, Πελασγικός
    fem dat sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Πελασγία

  • 11 Πελασγιος

        3
        Aesch., Eur. = Πελασγικός См. Πελασγικος

    Древнегреческо-русский словарь > Πελασγιος

  • 12 Πελασγος

        I
        2
        Aesch., Eur., Theocr. = Πελασγικός См. Πελασγικος
        II
        ὅ Пеласг (сын Палехтона, миф. родоначальник пеласгов) Aesch.

    Древнегреческо-русский словарь > Πελασγος

  • 13 Πελασγικών

    Πελασγικός
    fem gen pl
    Πελασγικός
    masc /neut gen pl

    Morphologia Graeca > Πελασγικών

  • 14 Πελασγικῶν

    Πελασγικός
    fem gen pl
    Πελασγικός
    masc /neut gen pl

    Morphologia Graeca > Πελασγικῶν

  • 15 Πελασγίας

    Πελασγίᾱς, Πελασγίη
    fem acc pl
    Πελασγίᾱς, Πελασγίη
    fem gen sg (attic doric aeolic)
    Πελασγίᾱς, Πελασγικός
    fem acc pl
    Πελασγίᾱς, Πελασγικός
    fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Πελασγίας

  • 16 Pelasgi

    Pelasgī, ōrum u. (poet.) ûm, m. (Πελασγοί), die ältesten Einwanderer Griechenlands, die von Herodot für die Ureinwohner gehalten werden. Sie wohnten urspr. in Thessalien u. Epirus. Von da verbreiteten sie sich nach Kleinasien, nach Kreta, nach Hellas u. dem Peloponnes, der Sage nach auch nach Latium u. Etrurien, Mela 1, 16, 1 u. 18, 2 (1. § 83 u. 92). Verg. Aen. 8, 600 sqq. – poet. übh. = Griechen, zB. Verg. Aen. 2, 83. Ov. met. 12, 19. – Dav.: A) Pelasgias, adis, f. (Πελασγιάς), pelasgisch, poet. = griechisch, urbs, Ov. – B) Pelasgis, idis, Akk. ida, f. (Πελασγίς), pelasgisch, poet. = griechisch, Sappho, Ov. – C) Pelasgicus, a, um (Πελασγικός), pelasgisch, Plin. – D) Pelasgus, a, um, pelasgisch, poet. = griechisch, Mars, Enn. fr.: pubes, Prop.: Iuno, Ov.: urbes, Ov.: genus lauri, Plin.: manus, Inscr.

    lateinisch-deutsches > Pelasgi

  • 17 Ζευς

         Ζεύς
        gen. Διός (dat. Διΐ и Δί с ῑ, acc. Δία, voc. Ζεῦ; эп.-поэт.: gen. Ζηνός, dat. Ζηνί, acc. Ζῆνα и Ζῆν, дор. Ζᾶν и Δᾶν; поздн. у Sext. gen. Ζεός, dat. Ζεΐ, acc. Ζέα) Зевс ( сын Кроноса и Реи - Κρόνου παῖς, Κρονίδης и Κρονίων Hom., Hes.; его эпитеты преимущ. у Hom.: ἄναξ βασιλεύς «владыка и повелитель», πατέρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε «отец богов и людей», μητιέτα, ὕπατος μήστωρ «высший промыслитель», μέγα, μέγιστος, κύδιστος, ὑπερμενής, ὑψίζυγος «величайший из богов», πανομφαῖος «податель всех знамений»: Ζ. αἰθέρι ναίων, νύκτες τε καὴ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν, Ζ. ὕει, Ζ. νίφει; νεφεληγερέτα, κελαινεφής «тучегонитель», εὐρυόπα, τερπικέραυνος, ἀργικέραυνος, ἀστεροπητής, ὑψιβρεμέτης, ἐριβρεμέτης, ἐρίγδουπος, στεροπηγερέτα «громовержец», αἰγίοχος «эгидодержавный», ξείνιος «блюститель законов гостеприимства», ἱκετήσιος «покровитель просящих об убежище», μειλίχιος, σωτήρ «спаситель», ἐλευθέριος «освободитель от иноземного ига», ἀγώνιος «бог браней», ὃρκιος, πίστιος «страж и покровитель верности», μόριος «защитник священных масличных рощ Аттики», ἑρκεῖος, ὁμόγνιος «хранитель домашнего очага и семейных уз», он брат и супруг Геры - πόσις Ἥρης, бог племени древних пеласгов - Πελασγικός, почитаемый во всей Греции, но с главным культовым центром в Додоне - Δωδωναῖος; иногда он обособляется от сонма богов, напр. в обращении ὦ Ζεῦ καὴ θεοί Xen.; впоследствии отождествл. с римск. Juppiter)
        

    πρὸς (τοῦ) Διός! — клянусь Зевсом!;

        μὰ (τὸν) Δία! — нет, клянусь Зевсом!;
        νέ (τὸν) Δία! — да, клянусь Зевсом!;
        τῷ Διῒ πλούτου πέρι ἐρίζειν погов. Her. — тягаться в богатстве с (самим) Зевсом;
        Διὸς ὅ ἀστήρ Arst. — планета Юпитер;
        Διὸς ἡμέρα поздн.четверг (лат. Jovis dies);
        Ζ. (κατα-) χθόνιος Hom. (ср. Juppiter Stygius Verg.) — подземный Зевс = Ἅιδης

    Древнегреческо-русский словарь > Ζευς

  • 18 Πελασγικοίς

    Πελασγικός
    masc /neut dat pl

    Morphologia Graeca > Πελασγικοίς

  • 19 Πελασγικοῖς

    Πελασγικός
    masc /neut dat pl

    Morphologia Graeca > Πελασγικοῖς

  • 20 Πελασγικού

    Πελασγικός
    masc /neut gen sg

    Morphologia Graeca > Πελασγικού

См. также в других словарях:

  • Πελασγικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελασγικός — ή, ό / Πελασγικός, ή, όν, ΝΑ [Πελασγός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πελασγούς («πελασγική γλώσσα») 2. φρ. «Πελασγικό(ν) Άργος» αρχαία ονομασία τής πεδινής Θεσσαλίας νεοελλ. αυτός που κατασκευάστηκε από τους Πελασγούς («πελασγικό… …   Dictionary of Greek

  • πελασγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πελασγούς ή κατασκευάστηκε από Πελασγούς: Πελασγικά τείχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πελασγικά — Πελασγικός neut nom/voc/acc pl Πελασγικά̱ , Πελασγικός fem nom/voc/acc dual Πελασγικά̱ , Πελασγικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγικῶν — Πελασγικός fem gen pl Πελασγικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγικόν — Πελασγικός masc acc sg Πελασγικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγικοῖς — Πελασγικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγικοῦ — Πελασγικός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγικέ — Πελασγικός masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγική — Πελασγικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγικῷ — Πελασγικός masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»