Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Πεισίστρατος

См. также в других словарях:

  • Πεισίστρατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πεισίστρατος — Όνομα ενός ιστορικού και ενός μυθολογικού προσώπου. 1. (περ. 600 π.Χ. – 528/7 π.Χ.). Τύραννος των Αθηνών. Καταγόταν από τη Βραυρώνα της Αττικής. Ευγενικής καταγωγής, εύγλωττος και φιλόδοξος, διακρίθηκε στον πόλεμο κατά των Μεγαρέων (περ. 565… …   Dictionary of Greek

  • Πεισίστρατος — αρχαίο κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πεισιστράτω — Πεισίστρατος masc nom/voc/acc dual Πεισίστρατος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Пизистрат — (Πεισίστρατος) сын Гиппократа из рода Филаидов, того самого, к которому принадлежал Мильтиад, а также воспетый Гомером П., сын Нестора, принявший радушно в Пилосе Одиссеева сына Телемаха и сопровождавший гостя в Спарту к Менелаю (Одиссея III, 400 …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Πεισιστράτου — Πεισίστρατος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πεισιστράτους — Πεισίστρατος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πεισιστράτῳ — Πεισίστρατος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πεισίστρατε — Πεισίστρατος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πεισίστρατον — Πεισίστρατος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»