-
1 Πεισίστρατος
Πεισίστρατοςmasc nom sg -
2 Πεισίστρατος
Πεισίστρατος: Pisistratus, the youngest son of Nestor, Telemachus's companion on his journey to Pherae and Sparta, Od. 3.36, Od. 4.155, Od. 15.46, 48, 131, 166.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Πεισίστρατος
-
3 Πεισιστράτω
Πεισίστρατοςmasc nom /voc /acc dualΠεισίστρατοςmasc gen sg (doric aeolic)——————Πεισίστρατοςmasc dat sg -
4 Πεισιστράτου
Πεισίστρατοςmasc gen sg -
5 Πεισιστράτους
Πεισίστρατοςmasc acc pl -
6 Πεισίστρατε
Πεισίστρατοςmasc voc sg -
7 Πεισίστρατον
Πεισίστρατοςmasc acc sg -
8 Πεισιστράτωι
Πεισιστράτῳ, Πεισίστρατοςmasc dat sg -
9 ἀγορά
ᾰγορά (ἀγορᾶς, -ᾷ, -άν; -αί.)a public assembly, gatheringἐν χέρσῳ τε λαιψηροὶ πόλεμοι κἀγοραὶ βουλαφόροι O. 12.5
ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί I. 8.26ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου P. 4.85
b gathering place, market placeπρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι δίχα κεῖται θανών P. 5.93
Μυρμιδόνες, ὧν παλαίφατον ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν Ἀριστοκλείδας τεὰν ἐμίανε κατ' αἶσαν ( εἶραν coni. Mair met. gr.: v. Wil. 277̆{2}) N. 3.14 θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν (cf. Thuc. 6. 54. 6. Πεισίστρατος, ὃς τῶν δώδεκα θεῶν βωμὸν τὸν ἐν τῇ ἀγορᾷ ἄρχων ἀνέθηκε) fr. 75. 5.
См. также в других словарях:
Πεισίστρατος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πεισίστρατος — Όνομα ενός ιστορικού και ενός μυθολογικού προσώπου. 1. (περ. 600 π.Χ. – 528/7 π.Χ.). Τύραννος των Αθηνών. Καταγόταν από τη Βραυρώνα της Αττικής. Ευγενικής καταγωγής, εύγλωττος και φιλόδοξος, διακρίθηκε στον πόλεμο κατά των Μεγαρέων (περ. 565… … Dictionary of Greek
Πεισίστρατος — αρχαίο κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πεισιστράτω — Πεισίστρατος masc nom/voc/acc dual Πεισίστρατος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Пизистрат — (Πεισίστρατος) сын Гиппократа из рода Филаидов, того самого, к которому принадлежал Мильтиад, а также воспетый Гомером П., сын Нестора, принявший радушно в Пилосе Одиссеева сына Телемаха и сопровождавший гостя в Спарту к Менелаю (Одиссея III, 400 … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Πεισιστράτου — Πεισίστρατος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πεισιστράτους — Πεισίστρατος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πεισιστράτῳ — Πεισίστρατος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πεισίστρατε — Πεισίστρατος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πεισίστρατον — Πεισίστρατος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek