-
1 Παρωρεηται
- ῶν οἱ парореэты, «горцы» (пеласгийское племя в южн. Элиде) Her.
См. также в других словарях:
Παρωρεῆται — Παρωρεήτης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 Παρωρεηται
Παρωρεῆται — Παρωρεήτης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)