-
1 Πάρπαρος
Πάρπαρος· ἐν ᾧ ἀγὼν ἤγετο καὶ χοροὶ ἵσταντο, Hsch. (name of a mountain in Argolis):—hence [full] Παρπαρώνια, τά, festival held there, IG5(1).213.44 (Sparta, V B.C.).II [full] Παρπάρων, ωνος, ὁ, name of a place in Aeolis, Apollod.Fr.Hist.7 J.:—hence [full] Παρπαρώνιος, ὁ, a citizen of it, St.Byz. ; also [full] Παρπαριώτης, ου, ὁ, IG12.195.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πάρπαρος
См. также в других словарях:
παρπαρώνια — τὰ Α εορτή με αγώνα και χορούς στο όρος Πάρπαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πάρπαρος (πρβλ. Παιώνια)] … Dictionary of Greek