-
1 Παρνασώ
-
2 Παρνασῷ
См. также в других словарях:
Παρνασῷ — Παρνᾱσῷ , Παρνασός lon masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 Παρνασώ
2 Παρνασῷ
Παρνασῷ — Παρνᾱσῷ , Παρνασός lon masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)