-
1 παραλυτρούμενος
παραλυτρόομαιto be ransomed: pres part mp masc nom sg -
2 παρα-λυτρόω
παρα-λυτρόω, daneben, dabei gegen Lösegeld freigeben, ὁ παραλυτρούμενος ist der Titel einer Comödie des Sotad., Ath. IX, 368 a.
-
3 παραλυτρόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλυτρόομαι
-
4 παραλυτρόω
παρα-λυτρόω, daneben, dabei gegen Lösegeld freigeben; ὁ παραλυτρούμενος ist der Titel einer Comödie des Sotad.
См. также в других словарях:
παραλυτρούμενος — παραλυτρόομαι to be ransomed pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλυτρούμαι — όομαι, Α 1. εξαγοράζομαι με λύτρα 2. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) Παραλυτρούμενος τίτλος κωμωδίας τού Σωτάδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λυτρῶ / λυτροῦμαι (< λύτρον)] … Dictionary of Greek