Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Πανελλήνια

См. также в других словарях:

  • Πανελλήνια — I Γιορτή όλων των Ελλήνων, που καθιερώθηκε από τον αυτοκράτορα Αδριανό, με σκοπό να κατορθωθεί η αναγέννηση του ελληνικού πνεύματος με την εμφύσηση στους Έλληνες ενός κοινού ιδεώδους. Η γιορτή των Π. γινόταν στην Αθήνα. Πανέλληνες εξάλλου… …   Dictionary of Greek

  • Πανελλήνια — Πανελλήνιον of the neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Панэллении — (Πανελλήνια) всенародное торжественное собрание (πανηγυρις) греков, связанное с культом Зевса Панэллинского, в честь которого был построен Адрианом храм в Афинах. Праздник был установлен Адрианом с целью оживить национальный эллинский дух.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • PANELLENIA — Graece Πανελλήνια, nomen agonis, Athenis olim celebrari soliti, cuius mentio in veteri Inscr Παναθήναια, Ο᾿λύμπια, Πανελλήνια, Α᾿δρίανεια. Ubi Vir quidam summus quatuor illos agones pro uno accepit et de Hadrianeis interpretatur. Multis enim in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • ΑΔΕΔΥ — Τα αρχικά γράμματα της γενικής ένωσης των δημοσιοϋπαλληλικών οργανώσεων, με τίτλο Ανωτάτη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων. Ιδρύθηκε το 1945 και λειτούργησε από τις 3 Δεκεμβρίου 1947. Σκοπός της είναι η εξύψωση του πνευματικού, ηθικού και… …   Dictionary of Greek

  • θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… …   Dictionary of Greek

  • πανελλήνιος — α, ο, θηλ. και ος / πανελλήνιος, ον, ΝΑ [Πανέλληνες] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους Έλληνες ή αυτός που γίνεται με τη συμμετοχή όλων τών Ελλήνων νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πανελλήνιο(ν) α) το σύνολο τών Ελλήνων, ολόκληρη η Ελλάδα β)… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Πάτμος — Νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, στο οποίο αναπτύχθηκε ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα της Ανατολής και όπου εξορίστηκε ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, εκεί έγραψε την Αποκάλυψη και το Ευαγγέλιό του.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»