-
1 Παμβοιωτια
-
2 Παμβοιώτια
Παμβοιώτιαfestival of the United Boeotians: neut nom /voc /acc pl -
3 παμβοιώτια
παμ-βοιώτια, τά, ein Fest sämtlicher Böoter -
4 Παμβοιωτίων
Παμβοιώτιαfestival of the United Boeotians: neut gen pl -
5 παμβοιώτιος
II [full] Παμβοιώτια (sc. ἱερά), τά, festival of the United Boeotians, Plb.4.3.5, 9.34.11, IG7.3087 ([place name] Lebadea), Str.9.2.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παμβοιώτιος
См. также в других словарях:
Παμβοιώτια — festival of the United Boeotians neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παμβοιώτια — Γιορτή των αρχαίων Βοιωτών. Στη διάρκεια των Π. απαγορευόταν κάθε πολεμική ενέργεια ανάμεσα σε βοιωτικές πόλεις. Αν υπήρχε ήδη εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ των πόλεων αυτών, σταματούσε κάθε εχθροπραξία έως ότου λήξει ο εορτασμός. Τα Π. ήταν… … Dictionary of Greek
Παμβοιωτίων — Παμβοιώτια festival of the United Boeotians neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pamboeotia — (Gr. polytonic|παμβοιώτια) was a major festive panegyris of all the Boeotians, celebrated probably annually, which the grammarians compare with the Panathenaea of the Atticans, and the Panionia of the Ionians.Citation last = Schmitz first =… … Wikipedia
КОРОНЕЯ — • Coronēa, Κορώνεια, город в Беотии у западной стороны горы Тилфоссия (Τιλφώσσιον), в юго восточной части Копаидской низменности (Ноm. Il. 2, 503), вблизи которого, у храма Афины Итонии, праздновались τα Παμβοιώτια, праздник… … Реальный словарь классических древностей
παμβοιώτιος — παμβοιώτιος, ία, ον (Α) [Παμβοιωτοι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους Βοιωτούς 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Παμβοιώτιος (ενν. μήν) ονομασία ενός μήνα στη Βοιωτία 3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Παμβοιώτια (ενν. ἱερά) κοινή εορτή… … Dictionary of Greek
Κοινόν — Πολιτειακές ενώσεις στην αρχαία Ελλάδα. Αυτές αποτελούνταν αρχικά από πολλές πόλεις της ίδιας φυλής ή, αργότερα, και από ξένες πόλεις, που η καθεμία διατηρούσε συνήθως την αυτονομία της, είχε τη δική της νομοθεσία, έκοβε δικά της νομίσματα, αλλά… … Dictionary of Greek
Κορώνεια — I Ονομασία τριών αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Βοιωτίας. Βρισκόταν σε ένα ύψωμα κοντά στον Ελικώνα. Από τους πρόποδες του λόφου αυτού πήγαζαν δύο ρυάκια, ο Κοράλιος και ο Φάλαρος. Στα Δ εκτεινόταν η λίμνη της Κωπαΐδας. Η Κ. ιδρύθηκε από Θεσσαλούς… … Dictionary of Greek