Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Παιονικῇ

См. также в других словарях:

  • Παιονικῇ — Παιονικός their land fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιονικῇ — Παίονες their land fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιονική — Παιονικός their land fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιονική — Παίονες their land fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιροπαίονες — Παιονική φυλή της Μακεδονίας, που κατοικούσε κοντά στην πόλη Σίρι. Τους Σ., μαζί με τους Παίοπλες και τις άλλες φυλές που κατοικούσαν ως την Πρασιάδα λίμνη, τους μετοίκησε στην Ασία ο Μεγάβαζος με διαταγή του Δαρείου το 496 π.Χ., αφού με δόλο… …   Dictionary of Greek

  • Серре (город) — У этого термина существуют и другие значения, см. Серре. Город Серре Σέρρες Страна ГрецияГреция …   Википедия

  • μόναπος — και μόναιπος ὁ (Α) παιονική ονομασία για τον βόνασο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για ιλλυρική λ. που μπορεί να συνδεθεί με αρχ. ινδ. manyā «λαιμός, τράχηλος», αρχ. άνω γερμ. mana «χαίτη», λατ. monīle, «περιτραχήλιο» (πρβλ. μανιάκης)] …   Dictionary of Greek

  • Σέρρες — Πόλη (49.380 κάτ., αλλά 50.390 ο δήμος) της Ανατολικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του ομωνύμου νομού. Διοικητικό και οικονομικό κέντρο του νομού και το μεγαλύτερο μετά την Καβάλα αστικό κέντρο Α της θεσσαλονίκης, πόλη με… …   Dictionary of Greek

  • Σερρών, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ανατολικής Μακεδονίας, της οποίας καλύπτει το δυτικό τμήμα. Συνορεύει στα Β ελάχιστα με τη Γιουγκοσλαβία και κυρίως με τη Βουλγαρία, στα Α με το νομό Δράμας, στα ΝΑ και στα Ν με το νομό Καβάλας και βρέχεται σε μικρή έκταση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»