-
1 Παιονική
-
2 Παιονικῇ
-
3 παιονική
-
4 παιονικῇ
-
5 Παιονική
Παιονικόςtheir land: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 παιονική
Παίονεςtheir land: fem nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
Παιονικῇ — Παιονικός their land fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιονικῇ — Παίονες their land fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παιονική — Παιονικός their land fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιονική — Παίονες their land fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιροπαίονες — Παιονική φυλή της Μακεδονίας, που κατοικούσε κοντά στην πόλη Σίρι. Τους Σ., μαζί με τους Παίοπλες και τις άλλες φυλές που κατοικούσαν ως την Πρασιάδα λίμνη, τους μετοίκησε στην Ασία ο Μεγάβαζος με διαταγή του Δαρείου το 496 π.Χ., αφού με δόλο… … Dictionary of Greek
Серре (город) — У этого термина существуют и другие значения, см. Серре. Город Серре Σέρρες Страна ГрецияГреция … Википедия
μόναπος — και μόναιπος ὁ (Α) παιονική ονομασία για τον βόνασο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για ιλλυρική λ. που μπορεί να συνδεθεί με αρχ. ινδ. manyā «λαιμός, τράχηλος», αρχ. άνω γερμ. mana «χαίτη», λατ. monīle, «περιτραχήλιο» (πρβλ. μανιάκης)] … Dictionary of Greek
Σέρρες — Πόλη (49.380 κάτ., αλλά 50.390 ο δήμος) της Ανατολικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του ομωνύμου νομού. Διοικητικό και οικονομικό κέντρο του νομού και το μεγαλύτερο μετά την Καβάλα αστικό κέντρο Α της θεσσαλονίκης, πόλη με… … Dictionary of Greek
Σερρών, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ανατολικής Μακεδονίας, της οποίας καλύπτει το δυτικό τμήμα. Συνορεύει στα Β ελάχιστα με τη Γιουγκοσλαβία και κυρίως με τη Βουλγαρία, στα Α με το νομό Δράμας, στα ΝΑ και στα Ν με το νομό Καβάλας και βρέχεται σε μικρή έκταση … Dictionary of Greek