-
1 Παιονικαίς
-
2 Παιονικαῖς
-
3 παιονικαίς
-
4 παιονικαῖς
См. также в других словарях:
Παιονικαῖς — Παιονικός their land fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιονικαῖς — Παίονες their land fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)