-
1 πάνθειος
πάν-θειος, ον,II Subst. [full] Πάνθειος, ὁ, all-embracing divinity, IG42(1).549, 550 (Epid.).b (sc. μήν) a month in Lesbos, etc., Supp.Epigr.3.710.3 (ii B. C.), etc.2 πανθεία, ἡ, name of a plaster, Orib.Fr.46.3 [full] Πάνθειον (sc. ἱερόν), τό, temple or place consecrated to all gods, Arist.Mir. 834a12; esp. the Pantheon at Rome, D.C.53.27: metaph., τὸ τῶν πλανητῶν π. Arist.Fr.18, cf. Ph.1.483.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάνθειος
-
2 πάνθειον
πάνθειοςof: masc /fem acc sgπάνθειοςof: neut nom /voc /acc sg -
3 πάνθεια
πάνθειοςof: neut nom /voc /acc pl -
4 Πανθείω
-
5 Πανθείῳ
-
6 Πάνθειον
Πάνθειονof: neut nom /voc /acc sgΠάνθειοςof: masc acc sg -
7 πανθείω
-
8 πανθείῳ
См. также в других словарях:
πάνθειος — ο, θηλ. και πανθεία, ΝΑ νεοελλ. πάρα πολύ θείος, πάρα πολύ θεϊκός, θειότατος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους θεούς, ο κοινός σε όλους τους θεούς 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Πάνθειος α) ο θεός τών πάντων β) ονομασία μήνα στη… … Dictionary of Greek
πάνθειον — πάνθειος of masc/fem acc sg πάνθειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανθείῳ — πάνθειος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνθεια — πάνθειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pantheon (gods) — A pantheon (from Greek [http://www.perseus.tufts.edu/cgi bin/ptext?doc=Perseus%3Atext%3A1999.04.0057%3Aentry%3D%2377433] pantheion , literally a temple of all gods , neut. of πανθείος pantheios , of or common to all gods , from pan , all + theios … Wikipedia
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
Πανθείῳ — Πάνθειον of neut dat sg Πάνθειος of masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάνθειον — of neut nom/voc/acc sg Πάνθειος of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)