-
1 Πάνεια
Πάνειαpanic: neut nom /voc /acc plΠάνειοςpanic: neut nom /voc /acc pl -
2 πάνεια
-
3 Πανείων
Πάνειαpanic: neut gen plΠάνειοςpanic: masc /fem /neut gen plΠᾱνεί̱ων, Πανεῖονpanic: neut gen pl -
4 Πάνειος
A = Πανικός: πάνειον, τό, = πανικόν, panic, Aen. Tact. 27.1, al. ( ὄνομα Πελοποννήσιον καὶ μάλιστα Ἀρκαδικόν, l.c.).II [full] Πᾱνεῖον, τό, sanctuary of Pan, Str.9.1.21, 17.1.10, CIG 4837 ([place name] Egypt).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πάνειος
См. также в других словарях:
Πάνεια — panic neut nom/voc/acc pl Πάνειος panic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνεια — ἡ, Α [πανός (Ι)] (κατά τον Ησύχ.) «κεχορτασμένη» … Dictionary of Greek
Πανείων — Πάνεια panic neut gen pl Πάνειος panic masc/fem/neut gen pl Πᾱνεί̱ων , Πανεῖον panic neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνειος — εία, ον, ουδ. και πανεῑον, Α [Παν] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό Πάνα 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Πάνειον και Πανεῑον ο ναός τού Πανός 3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Πάνεια εορτή τού Πανός στη Δήλο … Dictionary of Greek