-
1 Οινείδης
-
2 Οἰνείδης
-
3 Οινειδης
-
4 Οἰνείδης
Οἰνείδης: son of Oeneus, Tydeus, Il. 5.813, Il. 10.497.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Οἰνείδης
-
5 Οινείδαι
-
6 Οἰνείδαι
-
7 Οινείδας
-
8 Οἰνείδας
-
9 Οινειδών
-
10 Οἰνειδῶν
-
11 Οινείδαις
-
12 Οἰνείδαις
-
13 Οινείδαο
-
14 Οἰνείδαο
-
15 Οινείδη
-
16 Οἰνείδῃ
См. также в других словарях:
Οἰνείδης — Οἰνεΐδης , Οἰνεΐδης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἰνείδαι — Οἰνεΐδαι , Οἰνεΐδης masc nom/voc pl Οἰνεΐδᾱͅ , Οἰνεΐδης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἰνείδας — Οἰνεΐδᾱς , Οἰνεΐδης masc acc pl Οἰνεΐδᾱς , Οἰνεΐδης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἰνειδῶν — Οἰνεϊδῶν , Οἰνεΐδης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἰνείδαις — Οἰνεΐδαις , Οἰνεΐδης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἰνείδαο — Οἰνεΐδᾱο , Οἰνεΐδης masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἰνείδῃ — Οἰνεΐδῃ , Οἰνεΐδης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)