-
1 Ομηροκεντρων
-
2 Ομηροκεντρον
См. также в других словарях:
ομηροκέντρων — ὁμηροκέντρων, ωνος, ὁ, ἡ ὁμηρόκεντρον, τὸ (ΑΜ) συν. στον πληθ. οἱ ὁμηροκέντρωνες ή τὰ ὁμηρόκεντρα ποιήματα τα οποία ήταν αποτέλεσμα συρραφής διαφόρων στίχων ή τμημάτων τών ομηρικών επών, συντεθειμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελούν ενιαίο… … Dictionary of Greek
Ὁμηροκέντρων — patchwork of Homeric tags masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)