-
1 Νυσα
ион. Νύση ἥ Ниса1) название неизвестных нам городов в Беотии, Фракии, Каппадокии и др. Hom.2) город в Эфиопии Her.3) гора, на которой провел свое детство Вакх Soph., Eur., Xen. -
2 Νυση
-
3 Νυσαιος
См. также в других словарях:
νύσα — νύσᾱ , νύσα Nysa fem nom/voc/acc dual νύσᾱ , νύσα Nysa fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νύσα — Νύσᾱ , Νύση fem nom/voc/acc dual Νύσᾱ , Νύση fem nom/voc sg (doric aeolic) Νύ̱σᾱ , Νῦσα Nysa fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νῦσα — Nysa fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύσα — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη ή όρος της αρχαίας Αιθιοπίας, όπου, κατά την παράδοση, μόλις γεννήθηκε ο Διόνυσος, ο Ζευς τον έραψε στον μηρό του και τον μετέφερε εκεί. Το μέρος όπου ανατράφηκε ο Διόνυσος θεωρείτο ιερό και οι Αιθίοπες τελούσαν… … Dictionary of Greek
Νύσας — Νύσᾱς , Νύση fem acc pl Νύσᾱς , Νύση fem gen sg (doric aeolic) Νύ̱σᾱς , Νῦσα Nysa fem acc pl Νύ̱σᾱς , Νῦσα Nysa fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύσας — νύσᾱς , νύσα Nysa fem acc pl νύσᾱς , νύσα Nysa fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύσαι — νύσα Nysa fem nom/voc pl νύσᾱͅ , νύσα Nysa fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύσαν — νύσᾱν , νύσα Nysa fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νῦσαι — Νῦσα Nysa fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νῦσαν — Νῦσα Nysa fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νύσαν — Νύσᾱν , Νύση fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)