Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Νῆστις

См. также в других словарях:

  • Νήστις — Νῆστις, ἡ (Α) θεότητα τών Σικελών ως προσωποποίηση τού στοιχείου τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δεν μπορεί να συνδεθεί με την λ. νήστις «νηστικός». Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι προέρχεται από έναν ΙΕ τ. *nēd ti s και συνδέεται με τη λ. Νέδα*, ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • νῆστις — not eating masc/fem nom sg νῆστις not eating masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήστις — (I) νῆστις, ἡ (Α) βλ. νήστιδα. (II) ο, η (Α νῆστις, γεν. ιος και ιδος) (για πρόσ.) αυτός που δεν τρώει, νηστικός αρχ. 1. αυτός που επιφέρει νηστεία («πνοαὶ δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», Αισχύλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. (με… …   Dictionary of Greek

  • νήστις — νή̱στῑς , νῆστις not eating masc/fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νῆστιν — νῆστις not eating masc/fem acc sg νῆστις not eating masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήστισι — νῆστις not eating masc/fem dat pl νή̱στισι , νῆστις not eating masc/fem dat pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήστισιν — νῆστις not eating masc/fem dat pl νή̱στισιν , νῆστις not eating masc/fem dat pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήστιδας — νῆστις not eating masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήστιδες — νῆστις not eating masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήστιδι — νῆστις not eating masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήστιδος — νῆστις not eating masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»