-
1 νηστις
I- ιος и ῐδος adj. [νη + ἔδω]1) (тж. ν. βορᾶς Eur.) ничего не евший, голодный(νήστιες ἄχρι κνέφαος Hom.)
2) возбуждающий или причиняющий голод(πνοαί Aesch.)
νήστιες αἰκίαι Aesch. — мучительный голод;νήστιδες δύαι Aesch. — бедствия, приносимые голодомIIἥ (acc. νῆστιν) анат. тощая кишка Arph., Arst. -
2 Νηστις
- ῐδος ἥ Нестида ( божество водной или воздушной стихии у Эмпедокла) Arst. -
3 νῆστις
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > νῆστις
-
4 νήστις
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > νήστις
-
5 νῆστις
ничего не евший, голодный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νῆστις
-
6 νηστης
-
7 αεινηστις
-
8 3523
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3523
См. также в других словарях:
Νήστις — Νῆστις, ἡ (Α) θεότητα τών Σικελών ως προσωποποίηση τού στοιχείου τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δεν μπορεί να συνδεθεί με την λ. νήστις «νηστικός». Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι προέρχεται από έναν ΙΕ τ. *nēd ti s και συνδέεται με τη λ. Νέδα*, ονομασία… … Dictionary of Greek
νῆστις — not eating masc/fem nom sg νῆστις not eating masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήστις — (I) νῆστις, ἡ (Α) βλ. νήστιδα. (II) ο, η (Α νῆστις, γεν. ιος και ιδος) (για πρόσ.) αυτός που δεν τρώει, νηστικός αρχ. 1. αυτός που επιφέρει νηστεία («πνοαὶ δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», Αισχύλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. (με… … Dictionary of Greek
νήστις — νή̱στῑς , νῆστις not eating masc/fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νῆστιν — νῆστις not eating masc/fem acc sg νῆστις not eating masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήστισι — νῆστις not eating masc/fem dat pl νή̱στισι , νῆστις not eating masc/fem dat pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήστισιν — νῆστις not eating masc/fem dat pl νή̱στισιν , νῆστις not eating masc/fem dat pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήστιδας — νῆστις not eating masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήστιδες — νῆστις not eating masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήστιδι — νῆστις not eating masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήστιδος — νῆστις not eating masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)