Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

Νορβηγός

См. также в других словарях:

  • Νορβηγός — ο, θηλ. ή ο κάτοικος τής Νορβηγίας ή ο καταγόμενος από τη χώρα αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… …   Dictionary of Greek

  • Γκριγκ, Έντβαρντ Χάγκερουπ — (Edvard Hagerup Grieg, Μπέργκεν 1843 – 1907).Νορβηγός συνθέτης. Ο Γ. τελειοποίησε τις μουσικές του σπουδές στη Λειψία. Ωστόσο, όχι μόνο δεν επηρεάστηκε από τη γερμανική μουσική παιδεία, αλλά ήταν εκείνος που συνετέλεσε στην εμφάνιση της… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ίψεν, Χένρικ — (Henrik Ibsen,Σεν 1828 – Όσλο 1906). Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας. Ύστερα από μια οδυνηρή παιδική ηλικία και αφού αναγκάστηκε να ασκήσει διάφορα επαγγέλματα, το 1848, σε ηλικία μόλις είκοσι ετών, έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο με τον τίτλο… …   Dictionary of Greek

  • Νάνσεν, Φρίτγιοφ — (Fridtjof Nansen, Στόρε Φρέεν, Όσλο 1861 – Λίσακερ 1930). Νορβηγός εξερευνητής και επιστήμονας. Έπειτα από ένα ταξίδι το 1881 στον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό, το 1888 διέσχισε τη Γροινλανδία, σκεπασμένη τελείως από πάγους και άγνωστη τότε σε όλους,… …   Dictionary of Greek

  • Ντας, Πέτερ — (Peter Dass, Αλστάαουγκ 1647 – 1707). Νορβηγός ποιητής. Σπούδασε στο Μπέργκεν και στην Κοπεγχάγη και το 1689 έγινε εφημέριος του χωριού του. Μετέφρασε για τους πιστούς του τη Βίβλο και έγραψε θρησκευτικά ποιήματα (Το τάμα του Ιεφθάε) με απλά… …   Dictionary of Greek

  • Φάλκμπεργκετ, Γιόχαν Πέτερ — (Falkberget, Νορντρ Ρούγκελ, Ρέρος 1879 – Ρέρος 1967). Νορβηγός συγγραφέας. Με το τραχύ του ύφος, που αντικαθρεφτίζει ακριβώς την πραγματικότητα μιας δύσκολης ύπαρξης, δημιούργησε, στα διηγήματα και μυθιστορήματά του πρόσωπα και εικόνες βγαλμένα… …   Dictionary of Greek

  • ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… …   Dictionary of Greek

  • Ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… …   Dictionary of Greek

  • Σκάλδος — Όνομα (που προέρχεται ίσως από το αρχαίο ισλανδικό scel = αφήγηση ή, πιθανότερα, από το skalda = ραβδί, πάνω στο οποίο χαράζονταν με ρουνικά γράμματα κατάρες και εξορκισμοί εναντίον των εχθρών) το οποίο χαρακτήριζε τους ποιητές πολεμιστές (μη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»