-
1 Νεστόρειος
ΝεστόρειοςNestor: masc nom sg -
2 Νεστόρειος
1 belonging to Nestor Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα (byz.: νεστόρεον codd.) P. 6.32 -
3 Νεστόρειον
ΝεστόρειοςNestor: masc acc sgΝεστόρειοςNestor: neut nom /voc /acc sg -
4 Νέστωρ
A Nestor, Il.1.247, etc.:—Adj. [full] Νεστόρεος, η, ον, 2.54, al.; [full] Νεστόρειος, α, ον, ἅρμα Pi.P.6.32
; ;σκύφος Luc.Herm.12
.
См. также в других словарях:
νεστόρειος — νεστόρειος, εία, ον και νεστόρεος, έη, ον (Α) [Νέστωρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Νέστορα, ο σχετικός με τον Νέστορα («Νεστόρειον ἅρμα», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
Νεστόρειος — Nestor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεστόρειον — Νεστόρειος Nestor masc acc sg Νεστόρειος Nestor neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεστόρεος — νεστόρεος, έη, ον (Α) βλ. νεστόρειος … Dictionary of Greek