Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Νεστόρειος

См. также в других словарях:

  • νεστόρειος — νεστόρειος, εία, ον και νεστόρεος, έη, ον (Α) [Νέστωρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Νέστορα, ο σχετικός με τον Νέστορα («Νεστόρειον ἅρμα», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • Νεστόρειος — Nestor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεστόρειον — Νεστόρειος Nestor masc acc sg Νεστόρειος Nestor neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεστόρεος — νεστόρεος, έη, ον (Α) βλ. νεστόρειος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»