Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Νεμειαῖος

См. также в других словарях:

  • νεμειαίος — νεμειαῑος, αία, ον (Α) βλ. νέμειος …   Dictionary of Greek

  • Νεμειαῖος — Νέμειος wooded district masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέμειος — νέμειος, εία, ον, ποιητ. τ. νεμειαῑος και νεμεαῑος, αία, ον) [Νεμέα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νεμέα ή βρίσκεται στην περιοχή τής Νεμέας ή προέρχεται από τη Νεμέα 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Νέμειος προσωνυμία τού Διός 3. (το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»