-
1 Νεμειαιος
-
2 Νεμειαίος
-
3 Νεμειαῖος
-
4 Νεμέα
Νεμέα, [dialect] Ion. [suff] νεκῠο-έη, [dialect] Ep. [suff] νεκῠο-είη (Hes.Th. 329, Epic.Alex.Adesp.8.1), ἡ, ([etym.] νέμος)A wooded district between Argos and Corinth, Pi.O.9.87: freq. in locative Νεμέᾳ, ib.7.82, etc.; [dialect] Dor. [var] contr. B19 (Olympia, v B.C.), etc.:—Adj. [full] Νέμειος, α, ον, Nemean,τὸν Ν. θῆρα E.HF 153
;ὁ Ζεὺς ὁ Ν. Th.3.96
; [full] Νέμεος, Theoc.25.169;τοῦ Ν. λέοντος Luc.Philops.8
; [full] Νεμειαῖος, Hes.Th. 327; [full] Νεμεαῖος, Pi.N.2.4, etc.; [full] Νεμεᾰκός, Sch.Pi.N.1.7; [full] Νεμεήτης Ζεύς, St. Byz.; [full] Νεμειήτης, Max. 102, 346:—poet. fem. Adj. [full] Νεμεάς, άδος, Pi.N.3.2:—Adv. [full] Νεμέᾱθεν, poet. [suff] νεκῠό-ηθε, from Nemea, Call.Fr. 103.
См. также в других словарях:
νεμειαίος — νεμειαῑος, αία, ον (Α) βλ. νέμειος … Dictionary of Greek
Νεμειαῖος — Νέμειος wooded district masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέμειος — νέμειος, εία, ον, ποιητ. τ. νεμειαῑος και νεμεαῑος, αία, ον) [Νεμέα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νεμέα ή βρίσκεται στην περιοχή τής Νεμέας ή προέρχεται από τη Νεμέα 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Νέμειος προσωνυμία τού Διός 3. (το ουδ. ως… … Dictionary of Greek