-
1 Νειλο-μέτριον
Νειλο-μέτριον, τό, Nilmesser, eine in einer Grube angebrachte Säule, an der man das Steigen u. Fallen des Nils bemerkte, Strab. 17, 1, 48, Heliod. 9, 22.
-
2 Νειλομέτριον
Νειλο-μέτριον, τό,A Nilometer, a rod graduated to show the rise and fall of the Nile, Str.17.1.48, Hld.9.22, POxy.43 VVI (iii A.D.):—Adj. [suff] Νειλο-μετρικός, ή, όν, used in the graduation of the Nilometer, πῆχυς ib.669.36 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Νειλομέτριον
-
3 Νειλομέτριον
Νειλο-μέτριον, τό, Nilmesser, eine in einer Grube angebrachte Säule, an der man das Steigen u. Fallen des Nils bemerkte
См. также в других словарях:
νειλομέτριον — νειλομέτριον, τὸ (Α) ειδική εγκατάσταση στον ποταμό Νείλο για τη μέτρηση τής ανύψωσης και πτώσης τών υδάτων τού ποταμού, που παρατηρείται κάθε χρόνο, αλλ. νειλοσκοπείον, το σημερινό νειλόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νείλος + μέτριον < μέτρον), πρβλ.… … Dictionary of Greek