-
1 Ναΐν
{собств., 1}Наин (красота, приятность).Небольшой город на юг от Фавора и Назарета, носящий доныне прежнее название (Лк. 7:11).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ναΐν
-
2 Ναΐν
{собств., 1}Наин (красота, приятность).Небольшой город на юг от Фавора и Назарета, носящий доныне прежнее название (Лк. 7:11).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ναΐν
-
3 Ναΐν
Наин (городок в Галилее).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ναΐν
-
4 Ναίν
ΝαίςNaiad: fem acc sg -
5 Ναΐν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ναΐν
-
6 μαναίν
-
7 μαναῖν
-
8 τορύναιν
τορύ̱ναιν, τορύνηstirrer: fem gen /dat dual -
9 3484
{собств., 1}Наин (красота, приятность).Небольшой город на юг от Фавора и Назарета, носящий доныне прежнее название (Лк. 7:11).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3484
См. также в других словарях:
Ναίν — Ναίς Naiad fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρωπογραφία — Έτσι επικράτησε να λέγεται στα ελληνικά το είδος της ζωγραφικής που στη διεθνή ορολογία έχει το γαλλικό όνομα genre, δηλαδή η ζωγραφική που δεν παίρνει τα θέματά της από τη μυθολογία, την ιστορία ή τη θρησκεία, αλλά από σκηνές της καθημερινής… … Dictionary of Greek
ναι — (ΑΜ ναί, Α και νή και βοιωτ. τ. νεί, Μ και ναίν και νναί) επίρρ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει α) έντονη διαβεβαίωση: βέβαια, μάλιστα, αληθινά (α. «ναι, θα έλθω μαζί σας αύριο» β. «ναὶ δὴ ταῡτά γε πάντα... κατὰ μοῑραν ἔειπες», Ομ. Ιλ.) β)… … Dictionary of Greek
Ιησούς Χριστός — Γιος του Θεού, που στάλθηκε στη Γη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από το προπατορικό αμάρτημα και να τους δείξει τον δρόμο των ουρανών. Η πρώτη λέξη του ονόματος είναι εβραϊκή και σημαίνει «Ο Γιαχβέ είναι η σωτηρία»· η δεύτερη, ελληνική, σημαίνει … Dictionary of Greek
μαναῖν — μᾱναῖν , μανός loose fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορύναιν — τορύ̱ναιν , τορύνη stirrer fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)