-
1 Νάξος
Meaning: place-name, esp. of the island Naxos. E.g. Ναξία πόλις Καρίας (Steph.).Derivatives: Νάξιος `of N.' esp. of a stone; Ναξιουργής `of Naxian workmanship' (Ar.), Ναξιακός. PN Νάξος, L. Robert, Stèles de Byzance 179.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Prob. a Pre-Greek name.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Νάξος
См. также в других словарях:
ναξιακός — ή, ὁ (Α ναξιακός, ή, όν) [Νάξος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Νάξο ή που προέρχεται από τη Νάξο αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Ναξιακά σύγγραμμα τού Ανδρίσκου που σήμερα δέν σώζεται και το οποίο αναφερόταν στη Νάξο … Dictionary of Greek
νάξιος — ια, ο (Α νάξιος, ία, ον) [Νάξος] 1. αυτός που προέρχεται από τη Νάξο, ναξιακός 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρ. όν.) ο Νάξιος, η Ναξία αυτός που γεννήθηκε στη Νάξο ή που κατοικεί στη Νάξο, ο Ναξιώτης 3. φρ. α) «ναξία λίθος» και «ναξία πέτρη» λίθος … Dictionary of Greek
ναξιώτικος — και αξιώτικος, η, ο [ναξιώτης] ο ναξιακός, αυτός παράγεται ή προέρχεται από τη Νάξο … Dictionary of Greek