Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ναξιακός

См. также в других словарях:

  • ναξιακός — ή, ὁ (Α ναξιακός, ή, όν) [Νάξος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Νάξο ή που προέρχεται από τη Νάξο αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Ναξιακά σύγγραμμα τού Ανδρίσκου που σήμερα δέν σώζεται και το οποίο αναφερόταν στη Νάξο …   Dictionary of Greek

  • νάξιος — ια, ο (Α νάξιος, ία, ον) [Νάξος] 1. αυτός που προέρχεται από τη Νάξο, ναξιακός 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρ. όν.) ο Νάξιος, η Ναξία αυτός που γεννήθηκε στη Νάξο ή που κατοικεί στη Νάξο, ο Ναξιώτης 3. φρ. α) «ναξία λίθος» και «ναξία πέτρη» λίθος …   Dictionary of Greek

  • ναξιώτικος — και αξιώτικος, η, ο [ναξιώτης] ο ναξιακός, αυτός παράγεται ή προέρχεται από τη Νάξο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»