-
1 Μηλος
ἡ Мелос ( дорический остров из группы Киклад с городом того же названия) Thuc., Xen. etc. -
2 Μήλος
-
3 Μηλις
-
4 δεξιμηλος
-
5 ευμηλος
-
6 Μηλιας
-
7 Μηλιος
I3[Μῆλος] мелосскийΜ. λιμός Arph. — мелосский, т.е. волчий голод (в связи со страшным голодом, который терпели мелосцы во время осады их острова афинянами в 416 г. до н.э.)
II -
8 πολυμηλος
-
9 φυξιμηλος
См. также в других словарях:
Μῆλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
Μήλος — Sp Milas Ap Μήλος/Milos L s. ir g tė Kikladų ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Μήλος — η νησί των Κυκλάδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μῆλον — Μῆλος masc acc sg Μῆλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήλω — Μῆλος masc/neut nom/voc/acc dual Μῆλος masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήλων — Μῆλος fem gen pl Μῆλος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηλέων — Μῆλος masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μῆλα — Μῆλος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μῆλαι — Μῆλος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήλη — Μῆλος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)