-
1 Μακεδονίζω
A to be on the Macedonian side, Plb.20.5.5, Plu.Alex. 30, etc.: speak Macedonian, Id.Ant.27, Ath.3.122a:—hence Adv. [suff] Μᾰκεδον-ιστί, in Macedonian, Plu.Eum.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Μακεδονίζω
См. также в других словарях:
καρχηδονίζω — (Α) διάκειμαι φιλικά προς τους Καρχηδονίους, πρόσκειμαι στους Καρχηδονίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Καρχηδών, όνος + κατάλ. ίζω (πρβλ. ελλην ίζω, μακεδον ίζω)] … Dictionary of Greek