Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Μύκονος

См. также в других словарях:

  • Μύκονος — it s all one fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύκονος — Νησί (85,48 τ.χλμ.) των βορειοανατολικών Κυκλάδων, μεταξύ της Τήνου και της Νάξου. Διοικητικά ανήκει στον νομό Κυκλάδων και αποτελείται από τον δήμο Μυκόνου (9.320 κάτ.) στον οποίο υπάγονται τα δημοτικά διαμερίσματα Μυκονίων (7.929 κάτ.) και Άνω… …   Dictionary of Greek

  • Μύκονος — Sp Mikonas Ap Μύκονος/Mykonos L s. ir mst. Kikladų ss., Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Μύκονος — η ου, νησί των Κυκλάδων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Микон остров в Эгейском море — (Μύκονος, лат. Myconus и Mycone, ныне Миконос) небольшой (около 116 кв. км) скалистый островок в группе Кикладских островов, к юго востоку от Теноса и к северу от Делоса. Он представляет собой крутую, безлесную и бедную водой гранитную массу, но… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Микон, остров в Эгейском море — (Μύκονος, лат. Myconus и Mycone, ныне Миконос) небольшой (около 116 кв. км) скалистый островок в группе Кикладских островов, к юго востоку от Теноса и к северу от Делоса. Он представляет собой крутую, безлесную и бедную водой гранитную массу, но… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Δαμβέργης, Αναστάσιος — (Μύκονος 1857 – Αθήνα 1920). Καθηγητής της φαρμακολογίας. Σπούδασε φυσικές επιστήμες στη Χαϊδελβέργη και στο Βερολίνο. Το 1892 ανέλαβε την έδρα της φαρμακευτικής χημείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, την οποία διατήρησε έως τον θάνατό του. Έκανε… …   Dictionary of Greek

  • Παγανέλης, Σπυρίδων — (Μύκονος 1852 – Αθήνα 1933). Δημοσιογράφος και λόγιος. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια και νέος πήγε στην Αθήνα όπου σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος. Για μια περίοδο χρημάτισε βουλευτής Κυκλάδων και κατόπιν διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης.… …   Dictionary of Greek

  • Μυκόνοιο — Μύκονος it s all one fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυκόνου — Μύκονος it s all one fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυκόνῳ — Μύκονος it s all one fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»