-
1 Μυκαλησσος
-
2 Μυκαλησσός
Μυκαλησσόςfem nom sg -
3 Μυκαλησσός
Μυκαλησσός: a town in Boeotia, Il. 2.498†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Μυκαλησσός
-
4 Μυκαλησσόν
Μυκαλησσόςfem acc sg -
5 εὐρύ-χορος
εὐρύ-χορος, entweder von χορός, weitchörig, mit weiten Plätzen für große Chöre, Schol. Od. 6, 4, ἐν ᾑ ἔστιν εὐρὺ χορεύειν, od. wahrscheinlicher mit den Alten von χῶρος, wie καλλίχορος, so Ἑλλάς Il. 9, 474, wie Ep. ad. 144 ( App. 168); Μυκαλησσός Il. 2, 498; Λακεδαίμων Od. 15, 1; ἄστυ 24, 468; Ἀσία Pind. Ol. 7, 18; Λιβύη P. 4, 43; Σπάρτη N. 10, 52; ἀγυιαί P. 8, 57, wie Eur. Bacch. 87; Κόρινϑος Anacr. ep. 2 (VI, 135); Τεγέα Anyt. 2 (VI, 153); οἶκος Nicodem. 6 (VI, 319).
-
6 Μυκαλησσού
-
7 Μυκαλησσοῦ
-
8 Μυκαληττόν
Μυκαλησσόν, Μυκαλησσόςfem acc sg -
9 εὐρύχορος
εὐρῠ-χορος, ον,A with broad places, spacious, Μυκαλησσός, Λακεδαίμων, Il.2.498, Od.15.1, etc.;Ἑλλάς Il.9.478
; πτόλις, of Troy, Sapph.Supp. 20a.12; Ἀσία, Λιβύα, Pi.O.7.18, P. 4.43;Ἄργος B.9.31
;ἀγυιαί Pi.P.8.55
, E.Ba.87 (lyr.), Orac. ap. D.21.52;οἶκος AP6.319
(Nicod.). (Prop. with broad dancing-places, cf. χορός; then a conventional epithet, perh. connected by poets with χῶρος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐρύχορος
См. также в других словарях:
Μυκαλησσός — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μυκαλησσοῦ — Μυκαλησσός fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μυκαλησσόν — Μυκαλησσός fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МИКАЛЕСС — • Mycallessus, Μυκαλησσός, древний город Беотии (Ноm. Il. 2, 498) в области Танагры, между Фивами и Халкидикой на запад от Авлиды. По преданию, этот город так назван потому, что корова, указывавшая путь Кадму, на этом месте замычала.… … Реальный словарь классических древностей
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
φάραι — Όνομα αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Αχαΐας, που ιδρύθηκε κατά την παράδοση από τον Φάρητα, εγγονό του Δαναού από την κόρη του Φιλοδάμεια. Βρισκόταν ΒΔ του Ερυμάνθου και στην αριστερή όχθη του Πιέρου. Μια από τις 12 πόλεις της Αχαϊκής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek
Μυκαληττόν — Μυκαλησσόν , Μυκαλησσός fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)