-
1 Молдова
См. также в других словарях:
Μολδαβία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β, στα Α και στα Ν με την Ουκρανία και στα Δ με τη Ρουμανία. Δεν βρέχεται από θάλασσα.H M. ήταν μέχρι το 1991 μία από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες. Mέχρι το 1940 το μεγαλύτερο μέρος της ανήκε στη… … Dictionary of Greek
Μολδαβία — η 1. περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης. 2. κράτος της Ευρώπης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φωκάς, Οδυσσέας — (Μολδαβία 1865 – Αθήνα 1946). Ζωγράφος. Σπούδασε στο Εξ αν Προβάνς της Γαλλίας και στο Παρίσι νομικά. Ταυτόχρονα σπούδασε ζωγραφική. Εγκαταστάθηκε το 1885 στην Αθήνα, με διακοπή 3 ετών, (1907 10), που έζησε στη Ρουμανία. Συνεργάστηκε αρχικά με το … Dictionary of Greek
φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του … Dictionary of Greek
Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… … Dictionary of Greek
Ιάσιο — I (Iasi). Πόλη (348.070 κάτ. το 1998) της βορειοανατολικής Ρουμανίας. Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μπαχλούι και αποτελεί πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (5.476 τ. χλμ., 819.044 κάτ. το 2002). Διαθέτει βιομηχανίες χημικών προϊόντων,… … Dictionary of Greek
Καρπάθια — Ορεινό σύστημα (1.450 χλμ., ψηλότερη κορυφή Γκέρλαχ, 2.655 μ.) της κεντροανατολικής Ευρώπης. Εκτείνεται με τοξοειδές σχήμα από την περιοχή της Μπρατισλάβα, στη νότια Σλοβακία, έως τις Σιδηρές Πύλες του Δούναβη, στη νοτιοδυτική Ρουμανία. Τα Κ., τα … Dictionary of Greek
Καρπενησιώτης, Αθανάσιος — (Άγιος Ανδρέας, Καρπενήσι 1780 – Μολδαβία 1821). Αγωνιστής του 1821 και Φιλικός. Σε πολύ νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε ως οπλοποιός. Αργότερα ασχολήθηκε με την ενοικίαση κτημάτων στο Ιάσιο της Μολδαβίας. Μυήθηκε … Dictionary of Greek
Μαυροκορδάτος — I Επώνυμο οικογένειας λόγιων και πολιτικών, με βυζαντινή καταγωγή. 1. Αλέξανδρος (1791 – 1865). Γιος του Νικολάου (11.), αγωνιστής του 1821, πολιτικός και διακεκριμένος διπλωμάτης. Βλ. λ. Μαυροκορδάτος, Αλέξανδρος. 2. Αλέξανδρος ο εξ απορρήτων… … Dictionary of Greek
Μπίστριτσα — I (Bistrita). Ονομασία τριών ποταμών της Ρουμανίας. 1. Παραπόταμος του Σίρετ (280 χλμ.), πηγάζει από τις ανατολικές πλαγιές των Καρπαθίων διασχίζοντας τις περιοχές Βουκοβίνα και Μολδαβία. Στην κοιλάδα του βρίσκεται ένα από τα πιο ενδιαφέροντα… … Dictionary of Greek
Μπουκοβίνα — (Bukovina). Ιστορική περιοχή των ανατολικών Καρπαθίων, αυτής οποίας το βόρειο τμήμα ανήκει στη Μολδαβία και το υπόλοιπο στη Ρουμανία. Η σπουδαιότερη πόλη αυτής είναι το Τσέρνοβιτς, που ανήκει στη Μολδαβία. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, η Μ. αποτελούσε… … Dictionary of Greek