Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Μογγολία

См. также в других словарях:

  • Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… …   Dictionary of Greek

  • Μογγολία, Εσωτερική — Αυτόνομη περιοχή στη Β. Κίνα (1.200.000 τ.χλμ., πάνω από 23.760.000 κάτ. το 1998), με πρωτεύουσα το Χουχεχότ. Βρίσκεται στα σύνορα με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μογγολίας και την Ρωσία, από την οποία τη χωρίζει ο ποταμός Αργκούν, και απλώνεται στο… …   Dictionary of Greek

  • Μογγολία — η μεγάλη χώρα της κεντρικής Ασίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Κοζλόφ, Πιοτρ Κουζμίτς — (Pyotr Kuzmich Kozlov, Σμολένσκ 1863 – Λένινγκραντ [σημερινή Αγία Πετρούπολη] 1935). Ρώσος εξερευνητής. Συμμετείχε σε πολλές αποστολές της χώρας του. Το 1899 1901 οδήγησε μια αποστολή στον άνω ρου των ποταμών Χουανχέ, Γιανγκτσέ και Μεκόνγκ, όπου… …   Dictionary of Greek

  • λαμαϊσμός — Μορφή του βουδισμού Μαχαγιάνα στο Θιβέτ και στη Μογγολία, διαμορφωμένη υπό την επίδραση τοπικών σαμανικών και μπον πο παραδόσεων. Ο βουδισμός εισήχθη στο Θιβέτ τον 7o αι. από τον βασιλιά Σρον τσαν Γκαμπό· παρά την εχθρότητα του ιθαγενούς κλήρου… …   Dictionary of Greek

  • Κιάχτα — (Kyakhta ή K’achta). Πόλη (18.300 κάτ. το 1995) της Ρωσίας, στην αυτόνομη δημοκρατία της Μπουριατίας. Είναι χτισμένη στα σύνορα με τη Μογγολία και βρίσκεται 35 χλμ. Α του σιδηροδρομικού σταθμού Ναούσκι. Ιδρύθηκε το 1727 μετά τη συνθήκη του… …   Dictionary of Greek

  • μογγολικός — ή, ό [Μογγόλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μογγολία ή στους Μογγόλους («μογγολική γλώσσα») 2. αυτός που κατάγεται από τη Μογγολία ή αυτός που προέρχεται από τους Μογγόλους («μογγολική φυλή») 3. φρ. α) «μογγολική κηλίδα» ιατρ. φαιοκύανη… …   Dictionary of Greek

  • μουλάρι — Γενική ονομασία των ζώων που προέρχονται από διασταύρωση αλόγου και θηλυκού γαϊδάρου (γαϊδουρομούλαρο) ή γαϊδάρου και φοράδας (μουλάρι). Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται το καθεαυτό μ., το γνωστό με την επιστημονική ονομασία ημίονος ο γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Σιβηρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1926. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 15,9 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 12,9 από τον Ήλιο. II (Σιμπίρ ρωσικά). Περιοχή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»