-
1 κτιστύς
-
2 ἀπ-αίρω
ἀπ-αίρω (s. αἴρω), 1) wegheben, wegführen, τὰς νῆας ἀπὸ Σαλαμῖνος Her. 8, 57; τὴν τράπεζαν, die Tafel aufheben, Plut. Symp. 7, 4, 1; ἄπαιρε ϑυγατρὸς φάσγανον, zieh das Schwert zurück von der Tochter, Eur. Or. 1608; μελάϑρων ἀπήραμεν πόδα, wir setzten den Fuß weg aus dem Hause, El. 774; τίς δέ νιν ναυκληρία ἐκ τῆσδ' ἀπῆρε χϑονός; Hel. 1519. – 2) gew. intrans., wo man νῆας, στρατόν, ἑαυτόν ergänzen kann, nach B. A. p. 6 meist von der Schifffahrt. abfahren, ἀπὸ Σαλαμῖνος Her. 8, 60 u. sonst; s. Xen. An. 7, 6, 33; Pol. 2, 69; von Landreisen, weggehen, abreisen, ἐκ τῆς Μιλήτου ἀπηρκότα Thuc. 8, 100; ἀπῆρε Din. 1, 32; ἀπάραντος οἴκαδε Dem. 33, 33; ἀπήρκεσαν οἱ πρέσβεις 19, 150; ὡς ἀπαίρωμεν χϑονός, aus dem Lande gehen, Eur. Cycl. 131; ἀπαίρετε ἀπὸ τῶν καλπίδων Ar. Lys. 539; ἐκ τῶν τόπων ἀπαρεῖς Plat. Crit. 53 d; Eur. c. accus., entgehen, I. T. 967; aber ἀπήραμεν πρεσβείαν Dem. 19, 163 = wirtraten die Gesandtschaft an.
-
3 ἐπι-βαίνω
ἐπι-βαίνω (s. βαίνω), 1) darauftreten, daraufschreiten, -gehen, γῆς, ἠπείρου, betreten, Od. 9, 83. 85; πατρίδος αἴης 4, 521, wie Eur. Or. 626; in Prosa oft, Her. 4, 125 Thuc. 1, 103; ἱερῶν Plat. Legg. IX, 874 b, wie Lys. 6, 15; in feindlicher Absicht betreten, wohin man schon πρὶν Τροίης ἐπιβήμεναι υἷας Ἀχαιῶν Il. 14, 229 rechnen kann; τῆς Λακωνικῆς ἐπὶ πολέμῳ Xen. Hell. 7, 4, 6; Αἰγύπτου Plat. Menez. 239 c; Sp.; εἰς Βοιωτίαν D. Sic. 14, 84; – ἵππων, δίφρου, auf den Wagen steigen, Il. 5, 46. 16, 343; νηῶν, πύργων 8, 165. 512; häufig εὐνῆς, das Bett besteigen, wie πρὶν λέκτρων ἐπιβῆναι Aesch. Suppl. 39; Διὸς λεχέων ἐπέβας Eur. Hel. 376; νεῶν, τεϑρίππων, Rhes. 93 Herc. Fur. 380; ἐπέβησαν τοῠ τείχεος, erstiegen die Mauer, Her. 9, 70; vgl. Thuc. 4, 116. – Auch mit dem acc., νῶθ' ἵππων ἐπιβάντες Hes. Sc. 286; Πιερίην ἐπιβάς Od. 5, 50, wie Il. 14, 226; λειμῶνα, ἅλιον πλάταν, Soph. Ai. 144. 351; πέτραν, συζυγίαν πώλων, Eur. Bacch. 1097 Hipp. 1131; γῆν Her. 7, 50; ἀγρόν Luc. Nigr. 26; – cum dat., in tmesi, ὅτε νηυσὶν ἐπ' ὠκυπόροισιν ἔβαινον Il. 2, 351; ταῖς ἀλλήλων ναυσίν Thuc. 7, 70; Sp., wie D. Hal. 8, 67; Luc. Tox. 48 u. öfter; D. L. 3, 19. Und so übertr., ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα Pind. N. 3, 19. – Auch ἐπί c. acc., ἐπὶ τὴν νῆα Her. 8, 120; ἐπὶ τὰς ναῦς Thuc. 1, 111, besteigen, aufsteigen, wie Xen. Hell. 3, 4, 1; ἐπὶ τὴν ἱερὰν χώραν Dem. 18, 154; – u. ἐπί c. gen., ἐπὶ νεώς Her. 8, 118; ἐπὶ τῶν ἵππων Plut. de virt. 377 b. – Andere Vrbdgn sind ἄχρι Μιλήτου ἐπιβ., bis Milet hinausgehen, Luc. D. Mart. 24, 1; εἰς τὸν ἑσπέριον ὠκεανόν Plut. Caes. 23; ἐπίβαινε πόρσω, gehe weiter hinauf, Soph. O. C. 175; dgl. Pol. 1, 68, 8. Von Thieren, besteigen, bespringen, τὸ ϑῆλυ, Arist., auch ἐπὶ τὸ ϑῆλυ, H. A. 5, 2; ταῖς ἵπποις, Luc. Asin. 27. – Wie πόληος ἐπιβ., Il. 16, 396, hingelangen, err eich en ist, so wird auch vom Alter gesagt, τετταράκοντα δ' ἐπιβαίνοντα ἐτῶν, Plat. Legg. II, 666 b, das Alter von 40 Jahren erreichen; vgl. Hdn. 5, 7; – feindlich auf Jemand losgehen, ihn angreifen, τῷ Ἀσσυρίῳ Xen. Cyr. 5, 2, 26; τοῖς ἀρίστοις Plut. Cim. 15, a. Sp. Bei Dichtern auch c. acc., σὲ δ' ὅταν πληγὴ Διὸς ἐπιβῇ, wenn dich ein Schlag trifft, Soph. Ai. 138; τὰ παϑήματα πρὸς αὐτὸν ἐπέβη Phil. 194, vgl. El. 483. – Absol., einherschreiten, gehen, μηροῦ ἐξερύσαι δόρυ – ὄφρ' ἐπιβαίη, daß er auftreten, gehen könne, Il. 5, 666; ὅσον ἐπιβᾶσα κορώνη ἴχνος ἐποίησεν Hes. O. 677; ῥυϑμῷ πρὸς αὐλόν Plut. Lyc. 22; Luc. vrbdt damit auch πόδα, Tox. 48 D. Meretr. 5, 4, den Fuß wohin setzen. – Uebertr., theilhaftig werden, erlangen, ὄφρα σφῶϊν εὐφροσύνης ἐπιβῆτον ἀμφοτέρω φίλον ἦτορ, eigtl. damit ihr in eurem Herzen zur Freude schreitet, Od. 23, 52; ἀναιδείης, 22, 424, sich zur Frechheit wenden; τιμῆς καὶ γεράων Hes. Th. 396; τῆς εὐσεβίας ἐπιβαίνοντες Soph. O. C. 189, von Eust. εὐσεβοῦντες erkl., wie δόξης ποτὲ τῆςδ' ἐπιβάντες Phil. 1449, = δοξάσαντες; sp. D., wie τερπωλῆς Ap. Rh. 4, 1165; selten in Prosa, wie τῶν μεγίστων σοφίας περὶ ϑεῶν γενέσεως ἐπιβ. Plat. Epin. 981 a. Aehnl. ἀφορμῆς, die Gelegenheit ergreifen, App.; τοῦ λόγου, sich daran machen, Luc. Apol. 8. – 2) transit. fut. ἐπιβήσω, aor. ἐπέβησα, hinaufsteigen, besteigen lassen, ὃν ἵππων ἐπέβησε Il. 8, 129; πολλοὺς πυρῆς ἐπέβησε, brachte sie hinauf, 8, 197; Ἠὼς – πολέας ἐπέβησε κελεύϑου Hes. O. 578; übertr., νὶν ἀρχαίας ἐπέβασε πότμος εὐαμερίας Pind. I. 1, 39, wie χαλιφρονέοντα σαοφροσύνης ἐπέβησαν Od. 23, 13, ließen ihn zur Besonnenheit gelangen; ἐϋκλείης ἐπίβησον, mache des Ruhms theilhaftig, Il. 8, 285; vgl. λιγυρῆς ἐπέβησαν ἀοιδῆς Hes. O. 657; so Sp., ἐπιβήσειν τινὰ τῆς σοροῦ Luc. D. Mort. 6, 4; πάτρης, in das Vaterland hinführen, Od. 7, 223; ψαμάϑων Αὐλίδος Eur. I. T. 215. – Hom. braucht noch ἐπιβήσεο, tritt auf, ὀχέων Il. 5, 221, u. ἐπεβήσετο, = ἐπέβη, z. B. ὀχέων Il. 13, 26; vgl. Ap. Rh. 4, 458; aber Orph. Arg. 1193 steht ἐπεβήσατο = ἐπέβησε; vgl. Callim. Lav. Pall. 65. – Das pass. ἐπιβαϑῆναι Schol. Thuc. 6, 99.
-
4 ἐπί-τροπος
ἐπί-τροπος, hingewandt, Schol. Lycophr. 1. – Gew. subst. der Aufseher, Verwalter, von der Gottheit, der Schützer, Pind. Ol. 1, 106; τῶν οἰκίων Her. 3, 63; τῶν ἑωυτοῦ 1, 108; τῆς σκηνῆς Xen. Cyr. 4, 2, 35; ὁ ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐπ. Oec. 12, 2; οἱ ἐν τοῖς χωρίοις Plat. Legg. VIII, 849 d; neben ταμίας Ar. Eccl. 212; Geschäftsführer, Dem. 27, 19; bes. der Vormund, Her. 9, 10; Thuc. 2, 80; Plat. Alc. I, 118 c u. öfter; τὴν κτῆσιν τοὺς ἐπιτρόπους ἐπιτροπεύειν Legg. IX, 877 c; Oratt.; Plut. Lys. 3 Dem. 6 u. sonst; – Statthalter, τῆς Μέμφιος Her. 3, 27, Μιλήτου 5, 30; u. bes. Sp. in den Provinzen, ὁ κατὰ τὴν Λιβύην ἐπ. Hdn. 7, 4, 5.
-
5 ὑπερ-άχθομαι
ὑπερ-άχθομαι (s. ἄχϑομαι), überaus unwillig od. traurig sein; Soph. El. 172; τῇ Μιλήτου ἁλώσει, Her. 6, 21.
-
6 ἐπιβαίνω
ἐπι-βαίνω, (1) darauftreten, daraufschreiten, -gehen, γῆς, ἠπείρου, betreten; in feindlicher Absicht betreten; ἵππων, δίφρου, auf den Wagen steigen; häufig εὐνῆς, das Bett besteigen; ἐπέβησαν τοῠ τείχεος, erstiegen die Mauer. Auch ἐπὶ τὰς ναῦς, besteigen, aufsteigen. Andere Vrbdgn sind ἄχρι Μιλήτου ἐπιβ., bis Milet hinausgehen; ἐπίβαινε πόρσω, gehe weiter hinauf. Von Tieren: besteigen, bespringen; πόληος ἐπιβ., hingelangen, erreichen; so wird auch vom Alter gesagt, τετταράκοντα δ' ἐπιβαίνοντα ἐτῶν, das Alter von 40 Jahren erreichen; feindlich auf j-n losgehen, ihn angreifen. Bei Dichtern auch c. acc., σὲ δ' ὅταν πληγὴ Διὸς ἐπιβῇ, wenn dich ein Schlag trifft. Absol., einherschreiten, gehen, μηροῦ ἐξερύσαι δόρυ ὄφρ' ἐπιβαίη, daß er auftreten, gehen könne; πόδα, den Fuß wohin setzen. Übertr., teilhaftig werden, erlangen, ὄφρα σφῶϊν εὐφροσύνης ἐπιβῆτον ἀμφοτέρω φίλον ἦτορ, eigtl. damit ihr in eurem Herzen zur Freude schreitet; ἀναιδείης, sich zur Frechheit wenden. Ähnl. ἀφορμῆς, die Gelegenheit ergreifen; τοῦ λόγου, sich daran machen. (2) transit. fut. ἐπιβήσω, aor. ἐπέβησα, hinaufsteigen, besteigen lassen; πολλοὺς πυρῆς ἐπέβησε, brachte sie hinauf; χαλιφρονέοντα σαοφροσύνης ἐπέβησαν, ließen ihn zur Besonnenheit gelangen; ἐϋκλείης ἐπίβησον, mache des Ruhms teilhaftig; πάτρης, in das Vaterland hinführen; ἐπιβήσεο, tritt auf
См. также в других словарях:
Μιλήτου — Μῑλήτου , Μίλητος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αναξιμένης — I (Μίλητος 585/4 – 528/7 π.Χ.). Φιλόσοφος, συμμαθητής και διάδοχος του Αναξίμανδρου στην εκπροσώπηση της σχολής της Μιλήτου. Αυτά που αναφέρονται για τη διδασκαλία του από την αρχαία δοξογραφία πρέπει να προέρχονται από ειδική πραγματεία του… … Dictionary of Greek
Λάδη — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 253 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, προς τα σύνορα με τη Βουλγαρία, 121 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεταξάδων.… … Dictionary of Greek
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek
Фриних (трагик) — Фриних (др. греч. Φρύνιχος) древнегреческий трагический поэт, живший в конце VI начале V веков до н. э. Биография Относительно даты и места рождения Фриниха нет никаких сведений. Существует упоминание, что он был сыном… … Википедия
ιππομάχος — (3ος αι. π.Χ.). Πολιτικός της Μιλήτου. Όταν γύρισε με τη βοήθεια των Σελευκιδών από την εξορία, όπου τον είχε στείλει ο τύραννος της Μιλήτου, Τίμαρχος, ο Ι. έδιωξε τον τελευταίο. Στη συνέχεια ο Ι. κατέλαβε σημαντική θέση, επειδή τον τίμησαν ως… … Dictionary of Greek
Αναξίμανδρος — I (Μίλητος 611/10 – 547/6 π.Χ.). Φιλόσοφος. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες. Ήταν πάντως αρχηγός της Σχολής της Μιλήτου στα μέσα του 6ου αι., μετά τον Θαλή. Από το έργο του διασώζεται μια περικοπή που αναφέρει ο Αριστοτέλης και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Μίλητος — I Μυθολογικό πρόσωπο, ιδρυτής της Μιλήτου, φίλος του Σαρπηδόνα. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν τον μύθο του με μερικές παραλλαγές. Ο Απολλόδωρος υποστηρίζει πως ήταν γιος του Απόλλωνα και της Αρείας, ενώ ο Οβίδιος τον αποκαλεί Δικωνίδη, δηλαδή… … Dictionary of Greek
Фриних греческий трагик — (Φρύνιχος) сын Полифрадмона, афинянин, один из древнейших греческих трагиков после Фесписа (Θέσπις); первую победу одержал в 511 г. до Р. Х.; умер, как и Эсхил, в Сицилии, не раньше 476 г., так как в этом году он еще ставил свои трагедии. Подобно … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Фриних, греческий трагик — (Φρύνιχος) сын Полифрадмона, афинянин, один из древнейших греческих трагиков после Фесписа (Θέσπις); первую победу одержал в 511 г. до Р. Х.; умер, как и Эсхил, в Сицилии, не раньше 476 г., так как в этом году он еще ставил свои трагедии. Подобно … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона