Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Μιθραδατισμός

См. также в других словарях:

  • μιθραδατισμός — μιθραδατισμός, ὁ (Α) βλ. μιθριδατισμός …   Dictionary of Greek

  • μιθριδατισμός — (Ιατρ.). Ο εθισμός του οργανισμού σε μεταλλικές ή οργανικές τοξικές ουσίες, που προκαλείται με τη λήψη μικρών αρχικά δόσεων, οι οποίες σταδιακά αυξάνουν. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, ο οργανισμός του οποίου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»