Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Μηδια

См. также в других словарях:

  • Μηδία — Μηδίᾱ , Μηδίη fem nom/voc/acc dual Μηδίᾱ , Μηδίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηδίᾳ — Μηδίᾱͅ , Μηδίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδιά — Αρχαία χώρα της νοτιοδυτικής Ασίας και πιο συγκεκριμένα του βορειοδυτικού Ιράκ. Η Μ. συνόρευε στα Β με την Κασπία θάλασσα και την Αρμενία, στα Δ με τη Μεσοποταμία, στα Ν. με τα Σούσα και στα Α με την Περσία και τη χώρα των Πάρθων. Ήδη από τον 9o… …   Dictionary of Greek

  • Μηδία — η όνομα αρχαίας ασιατικής χώρας, στην περιοχή του σημερινού βόρειου Ιράν, που κυριεύτηκε από τους Πέρσες τον 6ο αι. π.Χ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μηδίας — Μηδίᾱς , Μηδίη fem acc pl Μηδίᾱς , Μηδίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηδίαι — Μηδίᾱͅ , Μηδίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηδίαν — Μηδίᾱν , Μηδίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • List of country-name etymologies — This list covers English language country names with their etymologies. Some of these include notes on indigenous names and their etymologies. Countries in italics are endonyms or no longer exist as sovereign political entities. Contents A B C D… …   Wikipedia

  • Πάρθοι — Αρχαίος ιρανικός λαός, εγκατεστημένος από τους αρχαιότατους χρόνους στην περιοχή της νοτιοδυτικής Ασίας –που από αυτούς ονομάστηκε Παρθία– η οποία συνορεύει με την Υρκανία, τη Μηδία, την Καρμανία, την Αριανή και την περσική έρημο. Πολεμιστές… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • медь — ж., род. п. и, укр. мiдь, др. русск., ст. слав. мѣдь χαλκός (Супр.), болг. мед, сербохорв. мjе̏д. словен. mẹ̑d, чеш. měd᾽, слвц. mеd᾽, польск. miedz, в. луж. mjedz, н. луж. měz латунь . Существующие этимологии гадательны. Предполагают родство… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»