Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Μερόπα

См. также в других словарях:

  • Μέροπα — Μέροψ dividing the voice masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέροπα — μέροψ dividing the voice masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μερόπας — Μερόπᾱς , Μερόπη fem acc pl Μερόπᾱς , Μερόπη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίσακος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Πρίαμου και της Αρίσβης, σύζυγος της Αστερόπης. Από τον παππού του Μέροπα διδάχτηκε την ονειρομαντεία, με την οποία ερμήνευσε το όνειρο της Εκάβης (που είδε ότι γέννησε δαυλό αναμμένο), όταν ήταν έγκυος στον Πάρη, ως… …   Dictionary of Greek

  • αηδών — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Πανδάρεω, γιου του Μέροπα και σύζυγος του βασιλιά Ζήθου, από τον οποίο απέκτησε τον Ίτυλο. Φθονούσε την αδελφή της Νιόβη, που είχε 6 γιους και 6 κόρες, και μια μέρα αποπειράθηκε να σκοτώσει το μεγαλύτερο αγόρι, τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηπιόνη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Μέροπα και σύζυγος του θεού της ιατρικής Ασκληπιού, γιου του Απόλλωνα. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκαν δύο γιοι, ο Μαχάων και ο Ποδαλείριος, γιατροίτου ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Τροία και ιδρυτές των… …   Dictionary of Greek

  • Κλυμένη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ωκεανίδα, σύζυγος του Ιαπετού και μητέρα του Άτλαντα, του Προμηθέα και του Επιμηθέα. 2. Μητέρα του Έλληνα και του Δευκαλίωνα από τον Προμηθέα. 3. Σύζυγος του Ήλιου και μητέρα του Φαέθοντα. Κατά τον Ευριπίδη, όμως …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»