-
1 Μερμνάδαι
Μερμνάδαιmasc nom /voc pl -
2 Μερμναδών
-
3 Μερμναδῶν
-
4 Μερμνάδας
Μερμνάδᾱς, Μερμνάδαιmasc acc pl -
5 τρίορχος
τρῐ-ορχος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίορχος
-
6 μέρμνος
Grammatical information: m.Meaning: `kind of falcon' (Call., Ael.).Other forms: μέρμνης τρίορχος H.)Derivatives: PN Μέρμνων Theoc. 3, 35.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Origin unknown; cf. however the Lydian dynasty Μερμνάδαι and Neumann Heth. und luw. Sprachgut 70. Fauth, Hermes 96(1968)257, recalls the PN Μάρμαξ (Paus.) and Βάρβαξ s.v. and μόρφνος. The word will be Pre-Greek.Page in Frisk: 2,211Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μέρμνος
См. также в других словарях:
Μερμνάδαι — masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МЕРМНАДЫ — • Μερμνάδαι, см. Gyges, Гигес, и Croesus, Крез … Реальный словарь классических древностей
Μερμναδῶν — Μερμνάδαι masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέρμνος — και μέρμνης, ὁ (Α) 1. είδος γερακιού 2. (κατά τον Ησύχ.) «μέρμνης τρίορχος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. με λυδική προέλευση (πρβλ. ονομ. λυδικής δυναστείας Μερμνάδαι). Η σύνδεση τής λ. με το ανθρωπωνύμιο Μάρμαξ (και Βάρδαξ) και με τη λ.… … Dictionary of Greek
Μερμνάδας — Μερμνάδᾱς , Μερμνάδαι masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)